δ' ἔμπης
1έμπης — ἔμπης (Α) επίρρ. βλ. έμπας …
2ἔμπης — ἔμπας alike epic (indeclform adverb) …
3έμπας — ἔμπας και επικ. τ. ἔμπης και δωρ. τ. ἔμπαν και ἔμπα (Α) επίρρ. 1. εν τούτοις, μ όλα ταύτα («Ζεύς δ ἔμπης πάντ ἰθύνει») 2. μολονότι, αν και («νῡν δ ἔμπης κῆρες ἐφεστᾱσιν θάνατοιο, ἴομεν») 3. πάντως, εν πάση περιπτώσει («μάλα γὰρ κεχολώσεται ἔμπης» …
4επιμένω — (AM ἐπιμένω) [μένω] μένω σταθερός, εξακολουθώ να υποστηρίζω τη γνώμη μου (α. «ο επιμένων νικά» β. «ἡμεῑς ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν», Πλάτ.) αρχ. μσν. 1. υπομένω, καρτερώ (α. για το Χριστό «σύντομον ἐπέμεινε θάνατον» β. «ἔμπης …
5ԲԱՅՑ — ( ) NBH 1 431 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c չ. (որպէս թէ ʼի բաց առեալ, կամ բաց ʼի բանէ աստի.) πλήν, ἕμπας, ἕμπης, ὄμως δέ tamen, verum, nihilominus, autem Սակայն. այլ սակայն. այլ. իսկ. յայսր …
6ՍԱԿԱՅՆ — ( ) NBH 2 0684 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 11c շ. ὄμως, ἁλλά, ἕμπας, ἕμπης tamen, verum. որպէս թէ Սակայն լիցի, այսինքն այնու պայմանաւ: (գրի եւ իբր ռմկ. ՍԱԿԷՆ, իբր ʼի սակէն): Բայց. այլ յայսր ամենայնի վերայ. համայն. միանգամայն.… …
7k̂eu-1, k̂eu̯ǝ- : k̂ū-, k̂u̯ā- — k̂eu 1, k̂eu̯ǝ : k̂ū , k̂u̯ā English meaning: to swell Deutsche Übersetzung: ‘schwellen, Schwellung, Wölbung” and “Höhlung; hohl”, gemeinsame Anschauung, Wölbung after außen or innen” Material: O.Ind. sv áyati ‘schwillt an, wird… …