γῶνος
1οσάγωνος — ὁσάγωνος, ον (Α) αυτός που έχει οσονδήποτε αριθμό εδρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅσος + γωνος (< γωνία), πρβλ. πολύ γωνος. Το α τού τ., κατά τα τετρά γωνος, επτά γωνος] …
2οκτάγωνος — και οχτάγωνος, η, ο (ΑΜ ὀκτάγωνος, ον) 1. αυτός που έχει οκτώ γωνίες («οκτάγωνο κτίσμα») 2. το ουδ. ως ουσ. το οκτάγωνο μαθ. το σχήμα που έχει οκτώ γωνίες και οκτώ πλευρές, αλλ. οκτάπλευρο μσν. 1. (το ουδ. αλλά και το αρσ. ως ουσ.) οικοδόμημα… …
3ορθόγωνος — ὀρθόγωνος, ον (Α) ορθογώνιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + γωνος (< γωνία), πρβλ. πολύ γωνος] …
4πεντάγωνος — η, ο / πεντάγωνος, ον, ΝΑ 1. (για σχήμα) αυτός που αποτελείται από πέντε γωνίες και από πέντε πλευρές 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάγωνο μαθημ. επίπεδο πολύγωνο που έχει πέντε γωνίες και επομένως πέντε πλευρές νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. α) άνθος με… …
5πολύγωνος — η, ο / πολύγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές γωνίες («πολύγωνα σχήματα», Πλουτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πολύγωνο μαθ. ονομασία κάθε σχήματος που περατώνεται σε κλειστή τεθλασμένη γραμμή νεοελλ. φρ. α) «επίπεδο πολύγωνο» πολύγωνο που… …
6τεσσαράγωνος — ον, Μ ο τετράγωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέσσαρες, α + γωνος (< γωνία), πρβλ. πεντά γωνος] …
7τεσσαρεσκαιδεκάγωνος — ον, Α αυτός που έχει δεκατέσσερεις γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρεσκαίδεκα + γωνος (< γωνία), πρβλ. πεντά γωνος] …
8τετράγωνος — η, ο / τετράγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου, δηλ. αυτός που έχει τέσσερεις γωνίες ορθές και τέσσερεις πλευρές ίσες (α. «τετράγωνα ιστία» β. «δοκοὺς τετραγώνους», Θουκ.) 2. μτφ. τέλειος όπως το τετράγωνο, σταθερός, θετικός,… …
9τρίγωνος — η, ο / τρίγωνος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει τρεις γωνίες, τριγωνικός 2. το ουδ. ως ουσ. βλ. τρίγωνο νεοελλ. 1. ονομασία διαφόρων ανατομικών στοιχείων λόγω τού σχήματός τους (α. «τρίγωνος μυς τών χειλέων» μικρός δερματικός μυς τού προσώπου β.… …
10τρεισκαιδεκάγωνος — και τρισκαιδεκάγωνος, ον, Α (για πολύγωνο) αυτό που έχει δεκατρείς γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρεισκαίδεκα + γωνος (< γωνία), πρβλ. πολύ γωνος] …