γῖνος

  • 1γίννος — και γιννός, ο (Α γίννος και γῑνος). νεοελλ. γόνος αρσενικού ίππου και θηλυκής όνου αρχ. 1. υποτιθέμενος γόνος ημιόνου και θηλυκής όνου 2. μικρόσωμος ημίονος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν να συνδέεται με τον μεταγενέστερο… …

    Dictionary of Greek