γῆ νοσεῖ

  • 1νοσεῖ — νοσέω to be sick pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) νοσέω to be sick pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2νόσει — νοσέω to be sick pres imperat act 2nd sg (attic epic) νοσέω to be sick imperf ind act 3rd sg (attic epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3νοσώ — (ΑΜ νοσῶ, έω, Α ιων. τ. νουσέω) [νόσος] 1. προσβάλλομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος σωματικά ή ψυχικά («νοσοῡμεν καὶ τὰ ὦτα καὶ τὰ ὄμματα», Πλάτ.) 2. μτφ. βρίσκομαι σε πολύ κακή κατάσταση (α. «τα οικονομικά τού κράτους νοσούν» β. «νοσεῑ τὰ τῶν… …

    Dictionary of Greek

  • 4εκτομή — Χειρουργική αφαίρεση όλου ή τμήματος ενός οργάνου ή δομής που νοσεί ή έχει τραυματιστεί. Υπάρχουν τα εξής είδη ε.: ε. του αναβολέα (του αφτιού). Χειρουργική επέμβαση για θεραπεία της απώλειας ακοής, που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση. ε. του… …

    Dictionary of Greek

  • 5ευπαθής — ές (ΑΜ εὐπαθής, ές) (για πρόσωπα) 1. αυτός που νοσεί εύκολα, αυτός που έχει λεπτή, τρυφερή σωματική κατασκευή 2. αυτός που υφίσταται εύκολα τις εξωτερικές επιδράσεις, που πάσχει ή ερεθίζεται εύκολα, ο ευερέθιστος νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή… …

    Dictionary of Greek

  • 6καταπορώ — καταπορῶ, έω (Α) 1. παραμελώ από άγνοια τη θεραπεία ενός μέλους που νοσεί 2. φρ. «ἢν καταπορηθῇ ἢ ἀμεληθῇ (ὀστέα) ἐμπεσεῑν» αν από άγνοια ή αμέλεια αφεθεί η θεραπεία των εξαρθρωθέντων οστών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀπορῶ «έχω έλλειψη, αγνοώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 7κολπίτιδα — Φλεγμονή του κόλπου, που οφείλεται σε τραυματικές, φυσικές, χημικές αιτίες, σε λοίμωξη (από μύκητες, τριχομονάδες κλπ.) ή σε ανεπάρκεια οιστρογόνων (ατροφική κ. μετά την εμμηνόπαυση). Μπορεί να επεκταθεί σε τραχηλίτιδα, σαλπιγγίτιδα ή φλεγμονή… …

    Dictionary of Greek

  • 8μέτρηση — (Ιατρ.). Ποσοτική ανίχνευση διαφόρων μεγεθών στον ανθρώπινο οργανισμό. Ενδεικτικά αναφέρονται οι εξής: 1)μ. της αγωγιμότητας των νεύρων. Πρόκειται για μέθοδο μ. της ταχύτητας, με την οποία μεταδίδονται οι ηλεκτρικές ώσεις κατά μήκος ενός νεύρου.… …

    Dictionary of Greek

  • 9νοσιάρης — νοσιάρης, ες (Μ) 1. αυτός που προκαλεί βλάβη 2. αυτός που νοσεί ηθικά, διεφθαρμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νόσος + κατάλ. ιάρης (πρβλ. αρρωστ ιάρης)] …

    Dictionary of Greek

  • 10παρηγόρηση — η / παρηγόρησις, ήσεως, ΝΑ [παρηγορώ] νεοελλ. παρηγοριά, παραμυθία αρχ. καταπράυνση μέλους που νοσεί («παρηγόρησις τῶν μασθῶν», Μοσχί.) …

    Dictionary of Greek