γῆ κληροῦχος
1κληροῦχος — masc nom sg …
2κληρούχος — ο (AM κληροῡχος) ο κάτοχος κλήρου, αυτός που πήρε ή δικαιούται να πάρει τμήμα γης με κλήρο («τετρακισχιλίους κληρούχους ἐπί τῶν ἱπποβοτέων τῇ χώρῃ λείπουσι», Ηρόδ.) αρχ. 1. Αθηναίος πολίτης που λάμβανε κομμάτι γης στις σύμμαχες ή υποτελείς τών… …
3κληρούχος — α, ο αυτός που έλαβε μέρος γης με κλήρο: Οι Αθηναίοι έστειλαν πολλούς κληρούχους σ έρημα νησιά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κληρούχοις — κλήρουχος one who held an allotment of land masc dat pl κληρού̱χοις , κληροῦχος masc dat pl …
5κληρούχου — κλήρουχος one who held an allotment of land masc gen sg κληρού̱χου , κληροῦχος masc gen sg …
6κληρούχους — κλήρουχος one who held an allotment of land masc acc pl κληρού̱χους , κληροῦχος masc acc pl …
7κληρούχων — κλήρουχος one who held an allotment of land masc gen pl κληρού̱χων , κληροῦχος masc gen pl …
8κληρούχῳ — κλήρουχος one who held an allotment of land masc dat sg κληρού̱χῳ , κληροῦχος masc dat sg …
9κληροῦχε — κληροῦχος masc voc sg …
10κληροῦχοι — κληροῦχος masc nom/voc pl …