γῆρας

  • 81ενθέτω — και εντίθημι (AM ἐντίθημι) τοποθετώ κάτι μέσα σε άλλο, παρενθέτω, παρεμβάλλω αρχ. 1. μτφ. εμβάλλω, προσφέρω αγαθό που λείπει («νῡν δ ἄρτι μοι τὸ γῆρας ἐντίθησι νοῡν», Φερεκρ.) 2. (ιδίως για νήπια) βάζω κάτι στο στόμα 3. τοποθετώ ανάμεσα,… …

    Dictionary of Greek

  • 82επιλαγχάνω — (AM ἐπιλαγχάνω) νεοελλ. (η μτχ. αορ. β’ ως επίθ.) επιλαχών, ούσα, όν αυτός που βρίσκεται μετά τον τελευταίο επιτυχόντα σε εξετάσεις ή εκλογές («πρώτος επιλαχών») αρχ. μσν. κληρώνομαι, πέφτω στο μερίδιο κάποιου («τό τε κατάμεμπτον ἐπιλέλογχε...… …

    Dictionary of Greek

  • 83εσχατόγηρος — και εσχατόγηρως, ο (Α ἐσχατόγηρως, ων και ἐσχατόγηρος, ον και ἐσχατογέρων, ὁ) αυτός που βρίσκεται στην έσχατη (γεροντική) ηλικία, ο υπέργηρος, ο αιωνόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + γηρως (ή γηρος) < γήρας (πρβλ. α γήρως, ευ γήρως)] …

    Dictionary of Greek

  • 84ευγήρως — εὐγήρως, πληθ. εὔγηροι, ων, εὔγηρα) (Α) αυτός που περνάει καλά γεράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γηρως ( ος) (< γήρας), πρβλ. α γήρως] …

    Dictionary of Greek

  • 85εφικάνω — διαφ. τ. τού αφικνούμαι («χαλεπὸν δὲ ἐπὶ γῆρας ἱκάνει», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱκάνω «φθάνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 86ζωή — Παρότι τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της ζ. αποτελούν ακόμα αντικείμενο συζητήσεων, μπορούμε να δεχτούμε τον ορισμό ότι: ζωντανό είναι το ον εκείνο που, εξατομικευμένο στο περιβάλλον για έναν καθορισμένο χρόνο, έχει την ικανότητα να διατρέφεται, να… …

    Dictionary of Greek

  • 87κίκιννος — κίκιννος, ὁ (Α) σγουρό μαλλί, βόστρυχος («γῆρας εἶναι κρεῑττον ἢ πολλῶν κικίννους νεανιῶν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για λ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος] …

    Dictionary of Greek

  • 88καθαίρω — (AM καθαίρω) 1. καθαρίζω («καθήρατε δὲ κρητῆρας», Ομ. Οδ.) 2. εξαγνίζω από έγκλημα ή αμάρτημα («καθαίρειν τινὰ φόνου», Ηρόδ.) αρχ. 1. απαλλάσσω μια χώρα από τέρατα και ληστές («καθαίρειν γῆν και θάλατταν», Πλούτ.) 2. ιατρ. καθαρίζω, κάνω κένωση… …

    Dictionary of Greek

  • 89κακόγηρος — κακόγηρος, ὁ (Α) κακός γέροντας ή μοναχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γηρος (< γῆρας), πρβλ. εσχατό γηρος, καλό γηρος] …

    Dictionary of Greek

  • 90κακόγηρως — ό, ἡ (Α) αυτός που έχει κακά γηρατειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γηρως (< γῆρας), πρβλ. εσχατό γηρως, μακρό γηρως] …

    Dictionary of Greek