γῆρας
71γηραιός — ά και ή, ό (AM γηραιός, ά, όν, Α και γεραιός) γέρος, ηλικιωμένος (λέγεται και για σεβαστούς γέροντες). [ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας. Ο τονισμός πιθανώς αναλογικά προς το παλαιός. Η λ. γηραιός αποτελεί παράλληλο τ. τού γεραιός, από το οποίο διαφέρει κατά… …
72γηραλέος — και γεραλέος, α, ο (AM γηραλέος, α, ον) γηραιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + επίθ. αλέος] …
73γηριατρική — Ιατρική ειδικότητα που μελετά τους παράγοντες του οργανισμού οι οποίοι προκαλούν τη γήρανση και προτείνει τρόπους για την επιβράδυνση της εμφάνισης του γήρατος και την αντιμετώπιση των ασθενειών κατά την τρίτη ηλικία. Ο Α. Καρέλ κατόρθωσε να… …
74γηροβοσκός — γηροβοσκός, όν (Α) 1. αυτός που τρέφει και περιθάλπει τους γέροντες και (κυρίως) τους γονείς του 2. «γηροβοσκοὶ ἐλπίδες» ελπίδες για φροντίδα στη γεροντική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + βοσκός < βόσκω] …
75γηροκόμος — γηροκόμος, ο, η (Α γηροκόμος, ον Μ γηροκόμος, ο, η) αυτός που φροντίζει τους γέρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + κόμος < κομώ] …
76γηροτρόφος — γηροτρόφος, ον (Α) γηροβοσκός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + τρόφος < τρέφω] …
77γράπις — ( ιδος), η (Α) 1. το δέρμα φιδιών και εντόμων που έχει απορριφθεί 2. (για πρόσωπο) γεμάτος ρυτίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Δημώδης τύπος, αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι, αν ληφθεί ως αφετηρία η έννοια τής ρυτίδας, πρόκειται για υποκοριστικό τ. τού γράπτης* …
78ει — (I) εἰ (Α) Ι. 1. μόριο που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα με προστακτική ή έγκλιση επιθυμίας για να δηλώσει προτροπή («εἰ δὲ σὺ μὲν ἄκουσον», Ιλ. Ι) 2. σε ευχές με ευκτική 3. συνήθως ακολουθείται από το γαρ («αἴ γὰρ δὴ οὕτως εἴη», Ιλ. Δ) 4. σε… …
79εκκοκκίζω — και ξεκουκκιάζω (AM ἐκκοκκίζω) βγάζω τους κόκκους, το κουκούτσι από τους καρπούς αρχ. 1. κατατρώγω, ξεκοκαλίζω 2. εξαρθρώνω, στραμπουλίζω 3. ξεριζώνω 4. κυριεύω, διαρπάζω 5. φρ. «ἐκκοκίζω γῆρας» διώχνω τα γηρατιά, μαδώ τις άσπρες τρίχες …
80εμποδίζω — και μποδίζω και μποδάω (AM ἐμποδίζω, Μ και ἀμποδίζω και μποδίζω) παρεμβάλλω εμπόδιο, γίνομαι ο ίδιος εμπόδιο, εναντιώνομαι σε κάτι, απαγορεύω, δυσχεραίνω, παρακωλύω («και σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται θαμά», Σοφ.) νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.)… …