γῆρας

  • 61έψω — ἕψω (Α) 1. παρασκευάζω κάτι διά βρασμού, βράζω, μαγειρεύω, ψήνω 2. (για μέταλλα) τήκω, χωνεύω, αποκαθαίρω με τη χώνευση 3. παθ. ἕψομαι (για υγρά) ζέω, βράζω, υφίσταμαι βρασμό 4. χωνεύω, πέπτω 5. μτφ. παρασκευάζω («τὰ κέ τις ἀνώνυμον γῆρας ἐν… …

    Dictionary of Greek

  • 62αγήρως — ἀγήρως, ων (Α) [γῆρας] αυτός που δεν γερνά, αγέραστος, άφθαρτος, αιώνιος, αθάνατος …

    Dictionary of Greek

  • 63αμβολογήρα — ἀμβολογήρα, η (Α) αυτή που αναβάλλει τα γηρατιά, που διατηρεί επί μακρόν τη νεότητα (επωνυμία τής Αφροδίτης στην αρχ. Σπάρτη). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβολὴ + γῆρας το πρόθημα ἀμβ χαρακτηριστικό ποιητικών λ., αντί τού ἀναβ ] …

    Dictionary of Greek

  • 64ανώνυμος — η, ο (Α ἀνώνυμος, ον) 1. ο χωρίς όνομα 2. αυτός που δεν φέρει υπογραφή («ἀνώνυμη καταγγελία», «ἀνώνυμος μήνυσις», Λυσίας) νεοελλ. αυτός που δεν αναφέρεται σε ορισμένο πρόσωπο αρχ. 1. ανείπωτος, απερίγραπτος 2. αυτός που δεν πρέπει να… …

    Dictionary of Greek

  • 65βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… …

    Dictionary of Greek

  • 66γέρα — τα (Μ γέρα) τα γεράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γήρα (πληθ. τού γήρα) < μσν. γήρα(ν) < αρχ. γήρας] …

    Dictionary of Greek

  • 67γέρας — το (AM γέρας) 1. αριστείο, βραβείο, έπαθλο αρχ. 1. (για νεκρούς) η επιθανάτια τιμή 2. προνόμιο ή δικαίωμα που παρέχεται σε βασιλείς ή ευγενείς 3. δώρο 4. η αμοιβή που έπαιρναν οι ιερείς στις θυσίες ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ήδη ομηρική, ίσως δε και… …

    Dictionary of Greek

  • 68γήρος — γῆρος, το (Α) το γήρας …

    Dictionary of Greek

  • 69γερατειά — και γηρατειά, τα και γερατειό και γεράτειο και γηρατειό, το (Μ γερατειό και γηρατεῑον, το) η γεροντική ηλικία, τα γεράματα μσν. 1. ο γέρος 2. το γέρικο κορμί. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γερατειά < γερατεία, αναλογικός σχηματισμός προς το πρωτεία, < γέρα …

    Dictionary of Greek

  • 70γηράσκω — (AM γηράσκω, Α και γηράω) 1. γίνομαι γέρος, γερνώ 2. φρ. «γηράσκω ἀεί διδασκόμενος» όσο μεγαλώνω μαθαίνω, διδάσκομαι αρχ. 1. είμαι γέρος 2. (για καρπούς) ωριμάζω 3. εξασθενώ, παρακμάζω, ατονώ 4. κάνω κάποιον να γεράσει, συντελώ στο γέρασμά του 5 …

    Dictionary of Greek