γῆρας
111πνευμονία — Φλεγμονώδης διεργασία του πνεύμονα. Οξείες φλεγμονώδεις διεργασίες του πνεύμονα, υπάρχουν σε πολυάριθμες μορφές, που διαφέρουν ως προς τον παθογόνο παράγοντα, την έκταση της διεργασίας, το παθολογοανατομικό υπόστρωμα και την εξέλιξή του.… …
112πολιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.) στην πρώην επαρχία Διδυμότειχου, του νομού Έβρου. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Αλεποχωρίου. * * * ἡ, Α [πολιός] 1. η λευκότητα τών τριχών τής κεφαλής («πολιά χρόνου μήνυσις, οὐ φρόνησις», Μέν.) 2. η γεροντική… …
113πολυγήρως — ων και ασυναίρ. τ. πολυγήραος, αον και πολύγηρος, ον, Α αυτός που βρίσκεται σε βαθιά γεράματα, ο πολύ γέρος («οἱ πολυγήρως ἀπακμάζουσι και τῷ νῷ», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γήρως / γήραος / γηρος (< γῆρας, τὸ), πρβλ. υπερ γήρως / υπέρ… …
114πολυγηρία — ἡ, Α [πολύγηρος] το να φθάνει κανείς σε βαθύ γήρας, σε πολύ μεγάλη ηλικία …
115πολυετής — ές, ΝΜΑ αυτός που διαρκεί πολλά έτη, μακροχρόνιος (α. «πολυετής εκπαίδευση» β. «πολυετεῑς πόλεμοι», Φίλ.) νεοελλ. φρ. α) «πολυετές φυτό» βοτ. φυτό που ζει περισσότερο από δύο χρόνια β) «ποώδη πολυετή φυτά» φυτά που επιβιώνουν τον χειμώνα με τη… …
116πρεσβυακοΐα — η, Ν ιατρ. σταδιακή εξασθένηση τής ακοής κατά το γήρας …
117πριν — ΝΜΑ, πρι Ν, δωρ. τ. πράν και, μόνον μία φορά, πρείν Α 1. (ως επίρρ. με χρον. σημ.) α) σε προγενέστερο χρόνο, σε χρόνο προηγούμενο ορισμένου γεγονότος ή περιστατικού, το οποίο είτε συνέβη είτε πρόκειται να συμβεί, προηγουμένως, πρωτύτερα (α. «δεν… …
118προαπαγορεύω — ΝΑ απαγορεύω κάτι εκ τών προτέρων ως παράνομο αρχ. 1. κουράζομαι πριν από το τέλος («νῡν δὲ με τὸ γῆρας ἐμποδίζει καὶ ποιεῑ προαπαγορεύειν», Ισοκρ.) 2. (για επιγραφές) εξαφανίζομαι εκ τών προτέρων 3. μέσ. προαπαγορεύομαι απαρνούμαι, αποκηρύσσω… …
119προγήρως — ων, Α αυτός που γεράζει πρόωρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + γήρως (< γῆρας), πρβλ. ευ γήρως] …
120προγηρία — η, Ν ιατρ. πάθηση με πολλά χαρακτηριστικά πρόωρης γήρανσης, η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να εμφανιστεί και σε ηλικία ενός έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. progeria (< προ * + γῆρας + κατάλ. ία)] …