γῆρας
101ολόκληρος — η, ο (ΑΜ ολόκληρος, ον) 1. αυτός που έχει πλήρη όλα τα μέρη του, άρτιος, πλήρης, συνολικός, ακέραιος («εἰς μακρὸν γῆρας ἀφικέσθαι ἐν ὑγιαινούσῇ τῆ ψυχῇ καὶ ὁλοκλήρῳ τῷ σώματι», Λουκιαν.) 2. μεγάλος, σημαντικός, αξιόλογος («έχασε στα χαρτιά… …
102οπάζω — ὀπάζω (Α) 1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῡν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» δίνει σ… …
103ουδός — (I) ο (Α οὐδός, δωρ. τ. ὠδός, αττ. τ. ὀδός) νεοελλ. 1. (φυσιολ. ψυχολ.) α) η ελάχιστη τιμή τής ισχύος ενός ερεθίσματος η οποία αρκεί για να προκαλέσει μία διέγερση ή ένα αίσθημα («ουδός τού πόνου») β) η μικρότερη μεταβολή την οποία μπορεί να… …
104ουλόμενος — οὐλόμενος, ένη, ον (Α) (ποιητ. τ. αντί ὀλόμενος) 1. καταραμένος, ολέθριος, θανατηφόρος, καταστρεπτικός («γῆράς τ οὐλόμενον», Ησίοδ.) 2. κατεστραμμένος, χαμένος, απολωλώς 3. δυστυχής «στυγερὸς γάμος ἀντιβολήσει οὐλομένης ἐμέθεν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ …
105πέλω — και, μέσ., πέλομαι Α 1. βρίσκομαι σε κίνηση, κινούμαι, κατευθύνομαι («ἠύτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό» κινείται, ανυψώνεται προς τον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) επέρχομαι («γῆρας καὶ θάνατος ἐπ ἀνθρώποισι πέλονται» γηρατειά… …
106πήρωση — η / πήρωσις, εως, ΝΜΑ [πηρώ] 1. βλάβη ή ατέλεια, αναπηρία, ανικανότητα ενός μέλους τού σώματος ή μιας αισθήσεως (α. «γῆρας ὁλόκληρός ἐστι πήρωσις», Δημόκρ. β. «πήρωσις ἀκοῆς», Πλούτ.) 2. (ειδ.) η τύφλωση («καὶ ὁ ἥλιος φανεὶς ἰᾱται τὴν πήρωσιν»,… …
107παγγήρως — ( ων (ΑΜ) υπέργηρος («παγγήρων γραῡν», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + γήρως (< γῆρας), με αφομοιωτική τροπή τού ν σε γ (πρβλ. ευ γήρως)] …
108παλινδρόμηση — Η κίνηση μπρος πίσω. Όρος που χρησιμοποιείται στη μηχανολογία, στην ιατρική και ιδιαίτερα στη μαιευτική. Π. της μήτρας είναι το σύνολο των ανατομικών μεταβολών που επιτελούνται στη μήτρα μετά τη λήξη του τοκετού. Οι μεταβολές αυτές συντελούνται… …
109παντογήρως — ων, Α αυτός που καταβάλλει τους πάντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + γήρως (< γῆρας), πρβλ. εν γήρως] …
110παραγηρώ — άω, Α φθάνω σε βαθιά γεράματα, ξεμωραίνω λόγω γήρατος, καταντώ κρονόληρος («ὥσπερ παραγεγηρακὼς ἤ παρανοιας ἑαλωκώς», Αισχίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γηρῶ (βλ. λ. γήρας)] …