γᾷ συνεσπείρασεν
1συνεσπείρασεν — συνεσπείρᾱσεν , συσπειράομαι aor ind act 3rd sg (attic) συνεσπείρᾱσεν , συσπειράομαι aor ind act 3rd sg (doric aeolic) …
2συσπειρώ — (I) άω, ΜΑ 1. συστέλλω, συμμαζεύω («ἡ γαστὴρ συναγαγοῡσα... ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα», Γαλ.) 2. συναθροίζω πολλούς γύρω από κάποιον ή από κάτι («περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι», Αριστοτ.) 3. κάνω ένα κουβάρι, κουλουριάζω, κουβαριάζω («ἔν τινι… …