γᾱτόμος

  • 1γατόμος — γατόμος, ον (Α) αυτός που τέμνει, που σκάβει τη γη (α. «γατόμος δίκελλα» β. «γατόμος Πάρμις», το όνομα τού γεωργού). [ΕΤΥΜΟΛ. < γη (δωρ. γᾱ) + τομος < τέμνω, δωρ. τ. τού γήτομος] …

    Dictionary of Greek

  • 2γατόμος — γᾱτόμος , γατόμος cleaving the ground masc/fem nom sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… …

    Dictionary of Greek

  • 4γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …

    Dictionary of Greek

  • 5τμήγας — Α (κατά τον Ησύχ.) «γατόμος, ἀροτήρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < τμήγω «τέμνω, σχίζω» + κατάλ. ας] …

    Dictionary of Greek