γᾰμήλιος
1γαμήλιος — of masc nom sg γαμήλιος of masc/fem nom sg …
2γαμήλιος — α, ο (AM γαμήλιος, ον) αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε γάμο αρχ. 1. (για θεότητες) αυτός που προστατεύει τον γάμο 2. το αρσ. ως ουσ. ο γαμήλιος (ενν. πλακούς) το γλύκισμα που προσφερόταν στους γάμους 3. το θηλ. ως ουσ. η γαμηλία (ενν …
3γαμήλιος — α, ο ο σχετικός με το γάμο: Γαμήλιο εμβατήριο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4γαμήλιον — γαμήλιος of masc acc sg γαμήλιος of neut nom/voc/acc sg γαμήλιος of masc/fem acc sg γαμήλιος of neut nom/voc/acc sg …
5γαμηλίων — γαμήλιος of fem gen pl γαμήλιος of masc/neut gen pl γαμήλιος of masc/fem/neut gen pl …
6γαμηλίοις — γαμήλιος of masc/neut dat pl γαμήλιος of masc/fem/neut dat pl …
7γαμηλίου — γαμήλιος of masc/neut gen sg γαμήλιος of masc/fem/neut gen sg …
8γαμηλίους — γαμήλιος of masc acc pl γαμήλιος of masc/fem acc pl …
9γαμηλίῳ — γαμήλιος of masc/neut dat sg γαμήλιος of masc/fem/neut dat sg …
10γαμήλια — γαμήλιος of neut nom/voc/acc pl γαμήλιος of neut nom/voc/acc pl …