γᾰμήλιος
41Μανζού, Αντόλφ — (Adolphe Menjou, Πίτσμπουργκ 1890 – Μπέβερλι Χιλς, Καλιφόρνια 1963). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Έγινε γνωστό αμέσως μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο, δημιουργώντας τον ρόλο του κομψότατου bon viveur, του τυχοδιώκτη υψηλής κλάσεως, με… …
42Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …
43τερμίτες — (termites). Τάξη εντόμων, που χαρακτηρίζεται από τον τρόπο ζωής και από την αρκετά περίπλοκη κοινωνική οργάνωση. Ανήκει στην οικογένεια των τερμιτιδών. Οι τ. παρουσιάζουν αξιοσημείωτο πολυμορφισμό: γενικά κάθε γένος περιλαμβάνει γόνιμες τάξεις,… …
44στέφανο — το γαμήλιος στέφανος: Καλά στέφανα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
45στεφάνι — το 1. ό,τι περιβάλλει κάτι. 2. ανθοστέφανος: Κατέθεσε στεφάνι στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. 3. γαμήλιος στέφανος: Δεν έβαλαν ακόμη στεφάνι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
46γαμηλίαν — γαμηλίᾱν , γαμήλιος of fem acc sg (attic doric aeolic) …
47γαμηλίᾳ — γαμηλίᾱͅ , γαμήλιος of fem dat sg (attic doric aeolic) …
48γαμίαις — γάμιος fem dat pl γαμήλιος of fem dat pl …
49γαμίη — γάμιος fem nom/voc sg (epic ionic) γαμήλιος of fem nom/voc sg (epic ionic) …
50γαμίην — γάμιος fem acc sg (epic ionic) γαμήλιος of fem acc sg (epic ionic) …