γᾰμήλιος
31επιθαλάμιο — το (AM ἐπιθαλάμιος, ον) μσν. νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθαλάμιο(ν) το νυφικό τραγούδι που τραγουδούνταν ομαδικά έξω από το νυφικό δωμάτιο μετά τη γαμήλια τελετή αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νυφικό θάλαμο, ο γαμήλιος 2. (το αρσ. ή …
32επινύμφειος — ἐπινύμφειος, ον θηλ. και ἐπινυμφείη (Α) νυφικός, γαμήλιος («οὔτ’ ἐπινύμφειός πώ μέ τις ὕμνος ὕμνησεν», Σοφ.) …
33ευνατήριον — εὐνατήριον και εὐναστήριον, τὸ (Α) [ευνώ] 1. ο τόπος όπου κατακλίνεται κάποιος για να κοιμηθεί, ο κοιτώνας 2. ο γαμήλιος θάλαμος («μένει δ ἐν οἴκοις ὑγιές εὐνατήριον», Ευρ.) …
34θαλαμήιος — θαλαμήϊος, ΐη, ον και ος, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε θάλαμο ή ο κατάλληλος για κατασκευή θαλάμου («θαλαμήϊα δοῡρα», Ησίοδ.) 2. ο γαμήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμ ος + κατάλ. ήιος (πρβλ. ανθρωπ ήιος, χαλκ ήιος)] …
35νυμφαγωγικός — νυμφαγωγικός, ή, όν (Μ) [νυμφαγωγός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νυμφαγωγία, γαμήλιος («νυμφαγωγικοῑς διαδήμασιν», Στουδ. Θεόδ.) …
36νυμφείος — νυμφεῑος, εία, ον, θηλ. και ος, επικ. τ. ουδ. νυμφήϊον (Α) 1. νυφικός, γαμήλιος («νυμφεῑα λέχη», Σιμων.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυμφεῑον, επικ. τ. νυμφήϊον νυφικός θάλαμος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυμφεῑα, επικ. τ. νυμφήϊα α) γαμήλια τελετή,… …
37νυμφευτήριος — νυμφευτήριος, ία, ον (Α) 1. σχετικός με τον γάμο, γαμήλιος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυμφευτήριον ο νυφικός θάλαμος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυμφευτήρια τα νυμφευμένα πρόσωπα, οι σύζυγοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυμφεύω + επίθημα τήριος (πρβλ. πομπευ… …
38νυμφοστόλος — νυμφοστόλος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που συνοδεύει τη νύφη από το πατρικό της σπίτι στο σπίτι τού γαμπρού 2. το αρσ. ως ουσ. ο παράνυμφος αρχ. 1. αυτός που ασχολείται με τις προετοιμασίες τού γάμου 2. νυφικός, γαμήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + στόλος… …
39νυφικός — και νυμφικός, ή, ό (ΑΜ νυμφικός, ή, όν, Μ και νυφικός, ή, όν) [νύφη] ο σχετικός με τη νύφη (α. «νυφική ανθοδέσμη» β. «δώμα νυμφικόν», Ευρ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το νυφικό λευκό, συνήθως, και μακρύ φόρεμα τής νύφης κατά την τελετή τού γάμου… …
40παστός — Ονομασία που χαρακτήριζε στους αρχαίους Έλληνες τον νυφικό θάλαμο, τον κοιτώνα, το ξόανο του θεού, καθώς και ένα είδος φερέτρου, όπου κατά τη διάρκεια τελετής τοποθετούνταν ο ιερέας που έμελλε να μυηθεί στους ανώτερους βαθμούς, σε ανάμνηση του… …