γόμφος
1γόμφος — bolt masc nom sg …
2γόμφος — ο (AM γόμφος) 1. ξύλινο ή μετάλλινο καρφί 2. μικρό κομμάτι ξύλου, σφήνα που χρησιμοποιείται για τη στερέωση κινητών μερών μιας διάταξης νεοελλ. καρφί που χρησιμεύει στη σύνδεση διαφόρων εξαρτημάτων ενός μηχανισμού, βλήτρο* αρχ. σφήνα, πάσσαλος… …
3γόμφοι — γόμφος bolt masc nom/voc pl …
4γόμφοις — γόμφος bolt masc dat pl …
5γόμφοισι — γόμφος bolt masc dat pl (epic ionic aeolic) …
6γόμφοισιν — γόμφος bolt masc dat pl (epic ionic aeolic) …
7γόμφον — γόμφος bolt masc acc sg …
8γόμφου — γόμφος bolt masc gen sg γομφόω fasten with bolts pres imperat act 2nd sg γομφόω fasten with bolts imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
9γόμφους — γόμφος bolt masc acc pl γομφόω fasten with bolts imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …
10γόμφων — γόμφος bolt masc gen pl γομφόω fasten with bolts imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) γομφόω fasten with bolts imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …