γένος

  • 91ύδρα — Γένος κοιλεντερόζωων υδρόζωων, της οικογένειας των Υδριδών. Αριθμεί δεκαπέντε περίπου είδη, που ζουν στα γλυκά νερά. Η ύ. έχει τη μορφή μικρού κυλινδρικού ασκού, στην κορυφή του οποίου υπάρχει το στόμα, που περιβάλλεται από αριθμό μακρών και… …

    Dictionary of Greek

  • 92αβελλάνα — Γένος ζώων που σήμερα έχουν εξαφανιστεί. Ανήκουν στην οικογένεια των ακτεονιδών, της τάξης των οπισθοβραγχίων γαστεροπόδων μαλακίων. Έζησαν στην κρητιδική περίοδο του μεσοζωικού και την ηώκαινο περίοδο του καινοζωικού αιώνα. Απολιθώματα ενός… …

    Dictionary of Greek

  • 93αδάρκης — Γένος ανθοζώων που ζουν παρασιτικά πάνω στα βρύα και τα υδροχαρή φυτά των ελών. Οι αποικίες τους μοιάζουν σαν αφρός ή σαν ίχνη που έχουν απλωθεί πάνω στα φύλλα και τους βλαστούς των καλαμιών, γι’ αυτό λέγονται και καλαμάχνη …

    Dictionary of Greek

  • 94ακανθίνη — Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των βρουχιδών, της υπεροικογένειας των χρυσομελοϊδών. Είναι γνωστό με το όνομα σκαθάρι του σιταριούσκουλήκι του σιταριού, αν πρόκειται για την προνύμφη. Τα είδη του γένους είναι τις περισσότερες φορές… …

    Dictionary of Greek

  • 95ακμόκερα — Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κεραμβυκιδών. Ζουν αποκλειστικά στα νησιά του νοτίου Ειρηνικού (Νέα Γουινέα). Τρέφονται κυρίως με τους χυμούς των δέντρων και το νέκταρ των λουλουδιών. Πιο γνωστό είδος είναι το α. το πεπλατυσμένο …

    Dictionary of Greek

  • 96ακρολέπια — Γένος εντόμων του αθροίσματος των μικρολεπιδοπτέρων, της οικογένειας των τινεϊδών. Το κεφάλι τους έχει σκληρές τρίχες, τα μπροστινά τους φτερά είναι κοφτερά και στενά με δώδεκα νευρώσεις και τα εσωτερικά τους λογχοειδή με μακριά κρόσσια. Τα… …

    Dictionary of Greek

  • 97ακρόνυκτα — Γένος λεπιδοπτέρων εντόμων που ανήκει στην οικογένεια των νυκτιδών. Τα έντομα αυτά είναι νυχτόβιες πεταλούδες, με νηματοειδείς κεραίες και με κοντές και χοντρές τρίχες στα πόδια. Στα περισσότερα είδη οι πάνω φτερούγες έχουν μαύρη κηλίδα σε σχήμα… …

    Dictionary of Greek

  • 98ακρόσπερμο — Γένος μυκήτων που απαντά σε νεκρά φυτικά μόρια. Οι καρποί τους ανυψώνονται κατακόρυφα και στην άκρη τους σχηματίζουν σχισμή, απ’ όπου βγαίνουν οι σπόροι σαν λευκή μάζα. Οι μύκητες αυτοί έχουν σωληνοειδείς ασκούς και οι σπόροι τους είναι… …

    Dictionary of Greek

  • 99αλάκαρο — Γένος ακάρεων της οικογένειας των αλακαριδών. Το σχήμα του σώματός τους είναι ωοειδές, με ρύγχος που μοιάζει με προβοσκίδα η οποία καταλήγει σε ευδιάκριτο εσωτερικό χείλος. Η ράχη και η κοιλιά τους καλύπτονται από λείες πλάκες που συνήθως… …

    Dictionary of Greek

  • 100αλκέλαφος — Γένος θηλαστικών μηρυκαστικών της τάξης των αρτιοδακτύλων, γνωστό παλαιότερα ως βουβαλίς. Περιλαμβάνει διάφορα είδη που ζουν σε περιοχές της Αφρικής. Στην Ερυθραία και στην Αιθιοπία ζει το τορά (αλκέλαφος τορά) που είναι μεγάλη αντιλόπη με κοντό… …

    Dictionary of Greek