γύρινος
1γυρῖνος — tadpole masc nom sg …
2γύρινος — tadpole masc nom sg …
3γυρίνος — I Η κοινή ονομασία για την προνυμφική μορφή του βατράχου μετά την εκκόλαψή του, που χαρακτηρίζεται από τη συγχώνευση του κεφαλιού και του κορμού σε ογκώδη μάζα, όμοια με τεράστιο κεφάλι. Οι γ. είναι αποκλειστικά υδρόβιοι και αναπνέουν με βράγχια …
4γυρίνος — ο το νεογνό του βατράχου πριν βγάλει πόδια …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5γυρίνοις — γύρινος tadpole masc dat pl γυρί̱νοις , γυρῖνος tadpole masc dat pl …
6γυρίνου — γύρινος tadpole masc gen sg γυρί̱νου , γυρῖνος tadpole masc gen sg …
7γυρίνους — γύρινος tadpole masc acc pl γυρί̱νους , γυρῖνος tadpole masc acc pl …
8γυρίνων — γύρινος tadpole masc gen pl γυρί̱νων , γυρῖνος tadpole masc gen pl …
9γυρῖνοι — γυρῖνος tadpole masc nom/voc pl …
10γύρινοι — γύρινος tadpole masc nom/voc pl …
- 1
- 2