Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γόνατο

  • 1 γόνατο

    [гонато] ουσ. о. колено,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γόνατο

  • 2 колено

    колено с το γόνατο
    * * *
    с
    το γόνατο

    Русско-греческий словарь > колено

  • 3 колено

    ουδ.
    1. (πλθ. колени -ей κ. -лн) γόνυ, γόνα, γόνατο•

    разбить колено σπάζω το γόνατο•

    стоять на -ях στέκομαι στα γόνατα•

    опуститься на -и πέφτω στα γόνατα•

    ползать на -ях έρπω στα γόνατα•

    посадить ребёнка к себе на -и παίρνω το παιδάκι στα γόνατα μου.

    2. γωνία, αγκώνας, καμπή, γύρισμα•

    колено реки αγκώνας του ποταμού•

    колено железной трубки η γωνία του σιδηροσωλήνα.

    3. (μουσ.) γύρισμα, τσάκισμα της φωνής.
    4. στροφή, φιγούρα (χορού). || απότομη στροφή στη διαγωγή.
    5. γενεαλογική διακλάδωση.
    εκφρ.
    поставить кого на -и – γονατίζω κάποιον (κάμπτω την αντίσταση)•
    море по колено ή по -на кому – όλα τα θεωρεί τίποτε, δε φοβάται τίποτε: пьяному море по -и για το μεθυσμένο και η θάλασσα δεν έχει βάθος πάνω από το γόνα (δεν έχει αίσθηση φόβου).

    Большой русско-греческий словарь > колено

  • 4 колено

    1. (изгиб) η καμπύλη, η γωνία 2. (часть ноги) το γόνατο 3 (поколение в родословной) η γενεά.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колено

  • 5 колено

    колен||о
    с
    1. τό γόνυ, τό γόνατο[ν]:
    встать на \коленои γονατίζω, γονυπετῶ· вода по \колено τό νερό φθάνει ὡς τά γόνατα·
    2. (реки, труба) ὁ ἀγκώνας, ἡ καμπή, ἡ γωνία·
    3. (в танце) ή· φιγούρα·
    4. (поколение) ἡ γενεά· ◊ ему́ море по \колено разг δέν τόν νοιάζει γιά τίποτε, εἶναι ξέγνοιαστος· поставить на \коленои βάζω νά γονατίσει, γονατίζω (мех.).

    Русско-новогреческий словарь > колено

  • 6 невылазный

    невылази||ый
    прил разг
    1. ἀδιαπέραστος, ἀδιάβατος:
    \невылазныйая грязь ἀδιάβατη λάσπη, λάσπη ὡς τό γόνατο·
    2. перен:
    быть в \невылазныйых долгах εἶμαι βουτημένος στά χρέη.

    Русско-новогреческий словарь > невылазный

  • 7 колено

    [καλιένα] ουσ. ο. γόνατο

    Русско-греческий новый словарь > колено

  • 8 колено

    [καλιένα] ουσ ο γόνατο

    Русско-эллинский словарь > колено

  • 9 коленка

    θ.
    γόνυ, γόνα, γόνατο.

    Большой русско-греческий словарь > коленка

  • 10 наброска

    θ.
    1. ρίψη.
    2. σκιτσάρισμα,πρόχειρο σχεδίασμα, σκαρίφημα, σκίτσο. || πρόχειρο γράψιμο, στο γόνατο.

    Большой русско-греческий словарь > наброска

  • 11 ниже

    1. συγκρ. β. του επ. низкий κ. του επιρ. низко.
    2. κάτω κατωτέρω•

    ниже истоков κάτω των πηγών.

    3. (για βιβλία κ.τ.τ.) παρακάτω, πιο κάτω, κατωτέρω. || υπό, κάτω•

    колена κάτω από το γόνατο.

    εκφρ.
    ниже достоинства – δεν ταιριάζει, υποτιμά, μειώνει την αξιοπρέπεια•
    ниже нуля – κάτω από το μηδέν.
    σύνδ. συμπλ. (σε αρνητ. προτάσεις)• ακόμα όχι (ούτε).

    Большой русско-греческий словарь > ниже

  • 12 о

    о 1, об, обо
    πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτ.
    1. (με αιτ.) εις, σε και άρθρο: στον, στην, στο, στους, στις, στα•

    удариться о камень χτυπώ στην πέτρα•

    испачкаться ос стену λερώνομαι στον τοίχο•

    опереться о перила στηρίζομαι στα κάγκελα•

    сломить палку о колено σπάζω το παλούκι στο γόνατο.

    2. με επανάλειψη του ουσ. σχηματίζει επιρρημαρικούς συνδυασμούς: πολύ κοντά, δίπλα, έγγιστα, πλάι-πλάι, κολλητά με•

    плечо о плечо πλάτη με πλάτη•

    рука об руку χέρι με χέρι•

    бок о бок πλάι-πλάι.

    3. (για χρόνο) σε, κατά•

    об эту пору σ αυτόν τον καιρό (εποχή)•

    вчера о полдень χτες κατά το μεσημέρι.

    4. (με προθτ.) περί, για, ως προς•

    плакать о погибших κλαίω (για) τους πεσόντες•

    говорить о событиях μιλώ για τα γεγονότα•

    она думает обо мне αυτή σκέφτεται (για) εμένα•

    напишу твоему отцу обо всем θα τά γράψω όλα στον πατέρα σου•

    переговоры о мире διαπραγματεύσεις για την ειρήνη.

    5. παλ. για αριθμητική ποσότητα με•

    каменный дом о пяти комнатах λιθόκτιστο σπίτι με πέντε δωμάτια•

    дом о трёх этажах σπίτι τριώροφο.

    6. περί, κατά•

    о заре κατά την αυγή•

    о празднике κατά τη γιορτή.

    о 2
    επιφ.
    1. (για κλήση, αναφώνηση, θαυμασμό), ω! τι!•

    о позор! τι ντροπή!•

    о, муза! ω, μούσα!

    2. (για αισθήματα πόνου, απελπισίας κ.τ.τ.) ω, όι•

    о-о! больно όι-όι! Πονά.

    3. (με επιτακτική σημ.) ω•

    о да! ω ναι!, ω μάλιστα!•

    о нет! α όχι!

    Большой русско-греческий словарь > о

  • 13 узел

    узла α.
    1. κόμπος•

    завязать -ом δένωμε κόμπο•

    завязать узел δένω κόμπο•

    развязать узел λύνω τον κόμπο.

    || μτφ. περιπλοκή•

    узел противоречий κόμπος αντιθέσεων.

    2. σημείο διασταύρωσης συγκοινωνιακών δρόμων•

    железнодорожный узел σιδηροδρομικός κόμπος•

    узел связи το κέντρο διαβιβάσεων.

    3. τα γάγγλια•

    лимфатический узел τα λεμφογάγγλια•

    нервный узел εγκεφαλονωτιαία γάγγλια.

    || εξόγκωμα, οίδημα.
    4. βοτ. ρόζος, κόμπος• γόνατο.
    5. ξεχωριστότμήμα μηχανής.
    6. δέμα, μπόγος. || φιόγγος.
    7. κότσος (μαλλιών).
    εκφρ.
    морской узел – ναυτικός κόμπος (δεσίματος): завязать (связать) узелом ή в узел υποτάσσω, δαμάζω, τιθασεύω (κάνωαρνάκι, υποχείριο).
    узла α.
    κόμπος (ωριαία ταχύτητα ενός μιλλίου).

    Большой русско-греческий словарь > узел

См. также в других словарях:

  • γόνατο — το 1. η άρθρωση του ποδιού που συνδέει το μηρό με την κνήμη: Από το πέσιμο άνοιξε μια πληγή στο δεξί του γόνατο. 2. φρ., «Μου λύθηκαν (ή κόπηκαν) τα γόνατα», αισθάνομαι αδυναμία από κούραση ή φόβο· «Γράφτηκε στο γόνατο», πρόχειρα· «Πέφτω στα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • επιγονάτιο — Άμφιο των επισκόπων της Βυζαντινής και Αρμενικής Εκκλησίας και μετά τον 12o αι. των αξιωματούχων ιερέων. Αρχικά επρόκειτο για ένα τετράγωνο και αργότερα για ένα ρομβοειδές ύφασμα κοσμημένο με σταυρούς και διάφορες παραστάσεις, που δενόταν με ζώνη …   Dictionary of Greek

  • μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… …   Dictionary of Greek

  • γονάτιο — το (AM γονάτιον) [γόνυ] μικρό γόνατο νεοελλ. ψευδογνώμονας μσν. 1. κόμπος καλαμιού 2. μέρος τής πανοπλίας που καλύπτει το γόνατο αρχ. 1. γοφός 2. ο γύης, το καμπύλο ξύλο τού αλετριού όπου προσαρμοζόταν το υνί …   Dictionary of Greek

  • γονατάγρα — η ουρική αρθρίτιδα εντοπισμένη στο γόνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνατο + αγρα* (πρβλ. αγκωνάγρα, ποδάγρα, χειράγρα)] …   Dictionary of Greek

  • γονατιά — η 1. το να φαρδαίνει το παντελόνι στο μέρος που αντιστοιχεί στο γόνατο 2. χτύπημα με το γόνατο 3. (για φυτά) καταβολάδα …   Dictionary of Greek

  • εκτομή — Χειρουργική αφαίρεση όλου ή τμήματος ενός οργάνου ή δομής που νοσεί ή έχει τραυματιστεί. Υπάρχουν τα εξής είδη ε.: ε. του αναβολέα (του αφτιού). Χειρουργική επέμβαση για θεραπεία της απώλειας ακοής, που προκαλείται από ωτοσκλήρυνση. ε. του… …   Dictionary of Greek

  • επιγονατίδα — Οστό που παρεμβάλλεται στον τένοντα κατάφυσης του τετρακέφαλου μυός. Έχει σχήμα τριγώνου με κυρτές πλευρές και η πίσω επιφάνεια γλιστράει πάνω στους κονδύλους του μηριαίου οστού παίρνοντας μέρος στην άρθρωση του γονάτου. Η ε. μπορεί να υποστεί… …   Dictionary of Greek

  • επιγουνίς — ἐπιγουνίς, η (Α) 1. μυς τού μηρού πάνω από το γόνατο 2. επιγονατίδα 3. γόνατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γουν ίς (< γούνυ, ιων. παράλλ. τ. τού γόνυ)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»