γωνιασμός
1γωνιασμός — squaring off corners masc nom sg …
2γωνιασμός — ο (AM γωνιασμός) [γωνιάζω] το γωνίασμα αρχ. φρ. «ἐπῶν γωνιασμοί» υπερβολικά εξεζητημένοι στίχοι …
3γωνιασμός — ο βλ. γωνίασμα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4γωνιασμούς — γωνιασμός squaring off corners masc acc pl …