γυμνῷ
1γυμνώ — βλ. γυμνώνω …
2γυμνῶ — γυμνάζω train naked fut ind act 1st sg (attic epic ionic) γυμνός naked masc/neut gen sg (doric aeolic) γυμνόω strip naked pres subj act 1st sg γυμνόω strip naked pres ind act 1st sg …
3γυμνῷ — γυμνάζω train naked fut opt act 3rd sg γυμνός naked masc/neut dat sg …
4γυμνώ — γυμνός naked masc/neut nom/voc/acc dual …
5γυμνῶι — γυμνῷ , γυμνάζω train naked fut opt act 3rd sg γυμνῷ , γυμνός naked masc/neut dat sg …
6EXCUTIENDI Vestes gremiumque ritus Hebraeorum cum indignabundi significare — et ominari imprecarique vellent,aliquem a Deo suis bonis excussum iri indigitatur Esrae c. 5. v. 13. Vide infra Vestis. Sed et excutere, idem quod scrutari est ac praetentare, Gr. ἐξερεινᾷν, ἐκσείειν καὶ ἐκτινάσσειν. Certe vix olim colloquium… …
7αναγυμνώ — ἀναγυμνῶ ( όω) (Α) απογυμνώνω, ξεσκεπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γυμνῶ] …
8γυμνώνω — (AM γυμνῶ), όω, Μ και γυμνώνω) [γυμνός] Ι. 1. αφαιρώ το ένδυμα ή τα ενδύματα κάποιου, γδύνω* 2. (για ξίφος) βγάζω από τη θήκη 3. αφαιρώ από κάποιον κάτι, ληστεύω II. μεσ. γυμνώνομαι (AM γυμνοῡμαι) 1. γδύνομαι 2. αποβάλλω κάτι, απαλλάσσομαι από… …
9γύμνωση — η (AM γύμνωσις) [γυμνώ] 1. αφαίρεση ενδυμάτων, γδύσιμο 2. αφαίρεση πραγμάτων με αρπαγή, λεηλασία 3. γύμνια νεοελλ. στέρηση …
10εχινώδης — ες (Α ἐχινώδης, ες) [εχίνος] αυτός που μοιάζει με εχίνο, ο ακανθώδης νεοελλ. (για τον θαλάσσιο βυθό) ο γεμάτος αχινούς αρχ. τραχύς, ανώμαλος, αγκαθωτός («πᾱσαν τὴν τῆς πέτρας ἐπιφάνειαν ἐχινώδη καὶ ἀνεπίβατον εἶναι γυμνῷ ποδί», Στράβ.) …
- 1
- 2