γυμναστικῇ

  • 81υποτίθεμαι — ὑποτίθεμαι ΝΜΑ, και ενεργ. τ. ὑποτίθημι ΜΑ [τίθημι] νεοελλ. (γ εν. πρόσ. παθ. ενεστ.) υποτίθεται τίθεται ως προϋπόθεση ή θεωρείται πιθανό (α. «υποτίθεται ότι στο σκάνδαλο είναι αναμεμιγμένοι και υψηλά ιστάμενοι» β. «αφού ζει σε τέτοια πολυτέλεια …

    Dictionary of Greek

  • 82φιλογυμναστία — και δ. γρφ. φιλογυμνασία, ἡ, Α [φιλογυμναστῶ] αγάπη για τη γυμναστική, για αθλητικές ασκήσεις …

    Dictionary of Greek

  • 83φυσιοθεραπεία — Το σύνολο των θεραπευτικών τεχνικών, που βασίζονται στη χρησιμοποίηση βιολογικών και φυσικών παραγόντων. Οι κυριότερες από αυτές είναι: η ραδιοθεραπεία, δηλαδή η χρήση του ραδίου, των ραδιενεργών σωμάτων κ.ά.· η ακτινοθεραπεία, δηλαδή η έκθεση σε …

    Dictionary of Greek

  • 84ψοφώ — ψοφῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. ψοφάω Ν (αμτβ.) (για πρόσ. χλευαστ.) πεθαίνω (α. «ψόφησε τελικά ο εγκληματίας» β. «κλαίοντες αὐτῇ δειλίᾳ ψοφήσετε», Σοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. α) επιθυμώ πολύ κάτι, λαχταρώ (α. «ψοφάω για φρούτα το καλοκαίρι» β. «ψοφάει… …

    Dictionary of Greek

  • 85όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …

    Dictionary of Greek

  • 86Αβέρωφ, φυλακές — Οι φυλακές που βρίσκονταν έως το 1973 στη λεωφόρο Αλεξάνδρας της Αθήνας και έδωσαν το όνομά τους στη γύρω συνοικία. Χτίστηκαν το 1892 από τον εθνικό ευεργέτη Γ. Αβέρωφ και προσφέρθηκαν στη βασίλισσα Όλγα ως δώρο για τους αργυρούς της γάμους. Η… …

    Dictionary of Greek

  • 87Βαν Νταμ, Ζαν Κλοντ — (Βέλγιο 1961 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βέλγου ηθοποιού Ζαν Κλοντ Βαν Βάρενμπεργκ. Στράφηκε στον κινηματογράφο αμέσως μόλις έγινε γνωστός από τις πολεμικές τέχνες, όταν κέρδισε στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα καράτε. Νωρίτερα ασχολήθηκε με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 88Ηρόδικος — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Η. ο Σηλυβριανός (5ος αι. π.Χ.). Γιατρός, παιδοτρίβης και διαιτολόγος. Καταγόταν από τη Σηλυβρία της Θράκης, παλιά μεγαρική αποικία. Σύγχρονος του Ιπποκράτη, άσκησε το ιατρικό του επάγγελμα στα Μέγαρα …

    Dictionary of Greek

  • 89Ηρόφιλος — (3ος αι. π.Χ.). Επιφανής εκπρόσωπος της αλεξανδρινής ιατρικής. Ήταν μαθητής, κατά την παράδοση, του Πραξαγόρα του Κώου. Γεννήθηκε στη Χαλκηδόνα της Βιθυνίας. Ήταν o μεγαλύτερος γιατρός της ελληνικής αρχαιότητας μετά τον Ιπποκράτη και τον Γαληνό,… …

    Dictionary of Greek

  • 90Κόνερι, Σον — (Sir Sean Connery, Εδιμβούργο 1930 –). Σκοτσέζος ηθοποιός. Εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία 13 ετών και άρχισε να μελετά μόνος του θέατρο. Αρχικά ασχολήθηκε με τη γυμναστική, εργάστηκε ως μοντέλο και χορευτής και στη συνέχεια αφοσιώθηκε στον… …

    Dictionary of Greek