γυμναστικῇ

  • 41αναλάκτιση — η [αναλακτίζω] 1. το εκ νέου λάκτισμα, ξανακλότσημα 2. περιφρονητική απόρριψη, περιφρόνηση 3. γυμναστική άσκηση κατά την οποία υψώνεται τεντωμένο το σκέλος, όσο το δυνατόν υψηλότερα προς τα εμπρός …

    Dictionary of Greek

  • 42ανόργανος — η, ο (Α ἀνόργανος, ον) ο δίχως όργανα ή εργαλεία νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται ή εκτελείται χωρίς ειδικά όργανα («ανόργανη γυμναστική») 2. αυτός που δεν προέρχεται από ζωντανή ύλη (οξυγόνο, υδρογόνο και κυρίως άνθρακα) («ανόργανες ενώσεις» οι… …

    Dictionary of Greek

  • 43αποθεραπεία — η (Α ἀποθεραπεία) συμπλήρωση της θεραπείας, η πλήρης θεραπεία αρχ. 1. η λατρεία των θεών 2. περιποίηση του σώματος μετά τη γυμναστική …

    Dictionary of Greek

  • 44γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …

    Dictionary of Greek

  • 45γιόγκα — Ένα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας, κατά το οποίο, μαζί με τις θεωρητικές απόψεις, κατέχει πρωταρχική σπουδαιότητα η τεχνική για την κυριαρχία του πνεύματος και του σώματος. Ο όρος γ. προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη yuj,… …

    Dictionary of Greek

  • 46γυμνάς — γυμνάς, ο, η (Α) 1. γυμνάς, γυμνή 2. γυμνασμένος («γυμνάδος ἵππου» ή «γυμνάδας ἵππους») 3. το αρσ. ως ουσ. ο αθλητής 4. το θηλ. ως ουσ. η γυμναστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός με τη σημ. 1, ενώ με τη σημ. 2 η λ. γυμνάς θεωρείται ως μεταρρηματικό τού… …

    Dictionary of Greek

  • 47γυμναστής — ο (θηλ. γυμνάστρια, η) (Α γυμναστής, ο) [γυμνάζω] 1. αυτός που διδάσκει γυμναστική 2. αυτός που γυμνάζει ή προπονεί αθλητές …

    Dictionary of Greek

  • 48γύμναστρα — τα τα δίδακτρα για τη γυμναστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς Συζητήσεων] …

    Dictionary of Greek

  • 49δίπλωση — η (AM δίπλωσις) [διπλώ] στον πληθ. διπλώσεις πτυχές υφάσματος νεοελλ. το να διπλώνει κάποιος κάτι, πτύξη, τσάκισμα μσν. γραμμ. η επανάληψη φθόγγου αρχ. 1. διπλασίαση 2. σύνθεση λέξεων 3. γυμναστική άσκηση, κάμψη τού άνω κορμού με παραμονή τής… …

    Dictionary of Greek

  • 50εγκυκλοπαιδεία — Έργο που περιέχει σε αλφαβητική σειρά, συνήθως σε περισσότερους από έναν τόμους, συνοπτική έκθεση του συνόλου των ανθρώπινων γνώσεων ή και των γνώσεων που ανάγονται σε ορισμένη επιστήμη. Οι ε., αντίθετα από τα λεξικά, δεν περιορίζονται στη… …

    Dictionary of Greek