γυμναστικῇ

  • 31Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …

    Dictionary of Greek

  • 32άσκηση — Η πρώτη σημασία του όρου είναι η φυσική ά. του σώματος, η γυμναστική· αργότερα όμως πήρε και μια έννοια ηθική, σύμφωνα με την οποία, όπως ασκούμε το σώμα για να γίνουμε δυνατότεροι σωματικά, έτσι μπορούμε να γίνουμε και πνευματικά καλύτεροι… …

    Dictionary of Greek

  • 33έρψη — η (AM ἔρψις) [έρπω] το να σύρεται κάποιος με την κοιλιά στο έδαφος, το σούρσιμο νεοελλ. είδος άσκησης στη γυμναστική στην οποία μετακινείται κάποιος με τα χέρια και τα πόδια πάνω στο έδαφος …

    Dictionary of Greek

  • 34αγωνία — Η ταραχή· αίσθημα ανασφάλειας ή και φόβου. (Βιολ.)Η μεταβατική περίοδος κατά την οποία εξαφανίζονται οι δυνατότητες της ζωής, οι τελευταίες στιγμές πριν από τον θάνατο. Κύρια συμπτώματα της α. είναι: δυσκολία στην αναπνοή που συνοδεύεται με ρόγχο …

    Dictionary of Greek

  • 35αιώρημα — το (Α αἰώρημα) [αἰωρῶ] 1. αυτό που αιωρείται στο κενό, που κρέμεται ή κινείται στον αέρα, η αιώρα 2. Χημ.. Μίγμα μικροσκοπικών στερεών σωματιδίων ή σταγονιδίων (διασπειρόμενη φάση) που αιωρούνται μέσα σε ένα υγρό ή αέριο (μέσο διασποράς) αρχ.… …

    Dictionary of Greek

  • 36αιώρηση — η (Α αἰώρησις) το να αιωρείται να ταλαντεύεται κάποιος ή κάτι, παλίνδρομη κίνηση στον αέρα νεοελλ. 1. (ως γυμναστική άσκηση) η ταλάντευση τού σώματος ως εκκρεμούς από μονόζυγο 2. (στη γλώσσα τών ναυτικών) η ανάρτηση τών κρεμαστών κλινών για την… …

    Dictionary of Greek

  • 37αλείφω — αλείβω (Α ἀλείφω) 1. επιθέτω υγρή ή λιπαρή ουσία σε κάποια επιφάνεια, επαλείφω, επιχρίω 2. επαλείφω με οποιαδήποτε ύλη 3. κάνω επάλειψη σε ασθενή νεοελλ. 1. ρυπαίνω, λερώνω 2. δωροδοκώ, λαδώνω 3. παθ. ωφελούμαι υλικά, απολαμβάνω κέρδος 4. φρ. «θα …

    Dictionary of Greek

  • 38ανάκαμψη — η (Α ἀνάκαμψις) 1. κάμψη, στροφή, λύγισμα προς τα πίσω ή προς τα επάνω νεοελλ. 1. επιστροφή, επάνοδος 2. παράκαμψη 3. γυμναστική άσκηση, κατά την οποία ο γυμναζόμενος κάμπτει τους βραχίονες προς τα πλάγια και τοποθετεί τις παλάμες στον αυχένα… …

    Dictionary of Greek

  • 39ανάκυψη — η 1. άνοδος στην επιφάνεια, εμφάνιση, ανάδυση 2. απαλλαγή από στενοχώρια ή συμφορά 3. γυμναστική άσκηση, κατά την οποία ο γυμναζόμενος ανυψώνει το κεφάλι του ή τον κορμό από κάποια κεκλιμένη θέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακύπτω. Η λ. μαρτυρείται από το… …

    Dictionary of Greek

  • 40ανακάθιση — η 1. ανόρθωση μόνο τού κορμού, ενώ τα πόδια μένουν απλωμένα, ανασήκωμα 2. γυμναστική άσκηση, κατά την οποία κάθεται κανείς κάτω με λυγισμένα τα σκέλη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαθίζω νεώτ. λόγιο σύνθετο] …

    Dictionary of Greek