γυμναστικῇ
111μπαταλεύω — μπατάλεψα, γίνομαι δυσκίνητος, πλαδαρός, άχαρος: Από τότε που σταμάτησα τη γυμναστική μπατάλεψα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
112ρυθμικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που γίνεται με ρυθμό: Πολλά κορίτσια κάνουν ρυθμική γυμναστική …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)