γυμναστικῇ
101ανάκαμψη — η 1. η στροφή, το γύρισμα (συνήθως προς το καλύτερο): Τη χρονιά αυτή παρατηρήθηκε ανάκαμψη στην οικονομία της χώρας. 2. γυμναστική άσκηση κατά την οποία τοποθετούνται και τα δυο χέρια, με πλεγμένα τα δάχτυλα, στο σβέρκο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
102ανάκυψη — η 1. το να σηκώσει κανείς κεφάλι, να αναλάβει: Ανάκυψη από τις συμφορές οι άνθρωποι δεν είχαν. 2. γυμναστική άσκηση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
103ανάπαυση — ανάπαυση, η και ανάπαψη, η 1. διακοπή της δουλειάς για ξεκούρασμα: Το μεσημέρι είχαν και μια ώρα για φαγητό και ανάπαυση. 2. ύπνος: Πήγε στο δωμάτιό του για ανάπαυση. 3. θάνατος: Ξεκουράστηκε μονάχα στην αιώνια ανάπαυση. 4. παράγγελμα στο στρατό… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
104ανάταση — η 1. η τάση προς τα πάνω, προς τα ανώτερα, ανύψωση: Στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων επανειλημμένα είχαμε δείγματα ψυχικής ανάτασης ανάμεσα στους νέους. 2. γυμναστική άσκηση. 3. επίταση: Στη φυσική έχουμε τη λεγόμενη ανάταση του ήχου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
105ανόργανος, -η — ο 1. αυτός που δεν έχει όργανα. 2. αυτός που ασχολείται με τα ανόργανα, τις ανόργανες ουσίες: Η ανόργανη χημεία ασχολείται με τα στοιχεία και τις ενώσεις που δεν είναι οργανικές. 3. αυτός που γίνεται χωρίς όργανα: Στο σχολείο κάναμε μόνο ανόργανη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
106ατενώς — επίρρ. τροπ. που χρησιμοποιείται ως παράγγελμα στη γυμναστική: «ατενώς!», σε ακινησία και προσοχή με τα μάτια να βλέπουν ίσια μπροστά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
107διαστέλλω — διάστειλα και διέστειλα, διαστάλθηκα, διασταλμένος. 1. διακρίνω, ξεχωρίζω κάτι: Είναι εύκολο να διαστείλεις τις έννοιες της αγάπης και του μίσους. 2. διανοίγω, αυξάνω τις διαστάσεις: Έχουν διασταλεί οι μυς του από την πολλή γυμναστική. 3. (φυσ.) …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
108δυναμώνω — δυνάμωσα, δυναμώθηκα, δυναμωμένος 1. μτβ., δίνω δύναμη, ενισχύω, τονώνω: Η γυμναστική δυναμώνει τους μυς. 2. αμτβ., αποκτώ δυνάμεις, γίνομαι δυνατός, ενισχύομαι: Ο αέρας δυναμώνει …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
109ενόργανος — η, ο 1. (βιολ.) (για φυσικά σώματα), που έχει δικό του οργανισμό, που διαθέτει δικά του όργανα για τη συντήρησή του, που ανήκει στο ζωικό ή φυτικό βασίλειο, ο οργανικός. 2. που εκτελείται με όργανα: Ενόργανη γυμναστική. – Ενόργανη μουσική …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
110καμπούρα — η κύρτωμα της ράχης ανθρώπου ή ζώου: Να κάνεις γυμναστική και να περπατάς ίσια, γιατί όσο πας και κάνεις καμπούρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)