γυμνασίαρχος
1γυμνασίαρχος — gymnasiarch masc nom sg γυμνασιάρχης masc nom sg …
2γυμνασίαρχος — Αξίωμα στην αρχαία Ελλάδα, που αποκτούσαν οι πιο σημαντικοί και πλούσιοι πολίτες. Ο γ. ήταν επιφορτισμένος με την επίβλεψη των παιδιών και των εφήβων που γυμνάζονταν και εκπαιδεύονταν στους χώρους άσκησης, στα γυμνάσια και στις παλαίστρες.Το… …
3γυμνασίαρχος — ο αυτός που επιβλέπει για τη σωστή εφαρμογή των κανονισμών στη διάρκεια των αγώνων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4γυμνασιάρχου — γυμνασίαρχος gymnasiarch masc gen sg γυμνασιάρχης masc gen sg γυμνασιάρχης masc gen sg …
5γυμνασιάρχους — γυμνασίαρχος gymnasiarch masc acc pl γυμνασιάρχης masc acc pl …
6γυμνασιάρχων — γυμνασίαρχος gymnasiarch masc gen pl γυμνασιάρχης masc gen pl …
7γυμνασιάρχῳ — γυμνασίαρχος gymnasiarch masc dat sg γυμνασιάρχης masc dat sg …
8γυμνασίαρχοι — γυμνασίαρχος gymnasiarch masc nom/voc pl γυμνασιάρχης masc nom/voc pl …
9γυμνασίαρχον — γυμνασίαρχος gymnasiarch masc acc sg γυμνασιάρχης masc acc sg …
10μελλογυμνασίαρχος — μελλογυμνασίαρχος, ὁ (Α) αυτός που πρόκειται να γίνει γυμνασίαρχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλλω + γυμνασίαρχος] …
- 1
- 2