γυμνάδας ἵππους

  • 1γυμνάς — γυμνάς, ο, η (Α) 1. γυμνάς, γυμνή 2. γυμνασμένος («γυμνάδος ἵππου» ή «γυμνάδας ἵππους») 3. το αρσ. ως ουσ. ο αθλητής 4. το θηλ. ως ουσ. η γυμναστική. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός με τη σημ. 1, ενώ με τη σημ. 2 η λ. γυμνάς θεωρείται ως μεταρρηματικό τού… …

    Dictionary of Greek