γυιον

  • 21γυιοδάμας — γυιοδάμας, ο (Α) αυτός που δαμάζει τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + δάμας < δάμνημι «δαμάζω» (πρβλ. λεοντοδάμας, τοξοδάμας)] …

    Dictionary of Greek

  • 22γυιοπέδη — η (Α) δεσμά για τα χέρια, χειροπέδη, ή για τα πόδια, ποδοκάκκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + πέδη «δεσμός ποδιών ή χεριών»] …

    Dictionary of Greek

  • 23γυιοπαγής — γυιοπαγής, ές (Α) αυτός που παγώνει ή ναρκώνει τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + παγής < πήγνυμι (πρβλ. αρτιπαγής, συμπαγής)] …

    Dictionary of Greek

  • 24γυιοτακής — γυιοτακής, ές (Α) 1. αυτός που εξασθενεί τα μέλη τού σώματος 2. εκείνος που έχει εξασθενημένα τα μέλη τού σώματός του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + τακής < ετάκην, αόρ. τού τήκομαι (πρβλ. τήκω «λειώνω, φθείρω, μαραίνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 25γυιοτόρος — γυιοτόρος, ον (Α) αυτός που διατρυπά τα μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + (θ.) τορ , έτορον, αόρ. β πρβλ. ενεστ. τορέω «διατρυπώ», τείρω «θλίβω, ταλαιπωρώ» (πρβλ. διάτορος, ρινοτόρος, χαλκότορος)] …

    Dictionary of Greek

  • 26γυιούχος — γυιοῡχος, ον (Α) αυτός που δεσμεύει τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυῑα (πρβλ. γυῑον) + ουχος < έχω) …

    Dictionary of Greek

  • 27γυιώ — γυιῶ ( όω) (Α) 1. καθιστώ κάποιον ανάπηρο 2. εξασθενώ, βλάπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυῑον ή, κατ άλλους, < (σύνθ.) απογυιώ («εξασθενώ, αδυνατίζω»)] …

    Dictionary of Greek

  • 28δίγυιος — δίγυιος, ον (Α) μουσ. αυτός που έχει δύο μελωδίες, δύο τόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + γυιος < γυίον «μέλος»] …

    Dictionary of Greek

  • 29δεξιόγυιος — δεξιόγυιος, ον (Α) όποιος έχει επιδέξια μέλη τού σώματος, ο ευκίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός «επιδέξιος» + γυῑον «μέλος τού σώματος»] …

    Dictionary of Greek

  • 30ενίγυιος — ἑνίγυιος, ον (Α) 1. ο ενωμένος σ ένα σώμα, ο συμφυής 2. χωλός από το ένα πόδι (κατά το λεξικό Σούδα, «ἑνίγυιος ὁ ἕν μέλος ἔχων, ὁ κυλλός». [ΕΤΥΜΟΛ. < είς, ενός + γυιος < γυίον «μέλος σώματος (χέρι, σπλάχνα) ή και όλο το σώμα» (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek