γυιον
11άγυιος — ἄγυιος, ον (Α) αυτός που δεν έχει μέλη ή ο ασθενικός κατά τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + γυῖον (= μέλος)] …
12αγλαόγυιος — ἀγλαόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + γυῖον] …
13αγυιόπεζα — λέξη που χρησιμοποιείται σε μυστηριακή ονομασία τής πυθαγόρειας τριάδας: «ἀγυιόπεζαν Κουρητίδα». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη, που κυριολεκτικά σημαίνει αυτήν που δεν έχει άλλα γυῖα (μέλη τού σώματος) παρά μόνο μια πέζαν (άκρο τού ποδιού), παράγεται από ἀ… …
14αεξίγυιος — ἀεξίγυιος, ον (Α) αυτός που δυναμώνει τα γυία, τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι * + γυῑον] …
15βαρύγυιος — βαρύγυιος, ον (Α) αυτός που βαραίνει τα μέλη του σώματος, κοπιαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + γυίον στον πληθ. «τα μέλη του σώματος»] …
16γυιαλθής — γυιαλθής, ές (Α) αυτός που τρέφει τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + άλθος «θεραπευτικό μέσο, φάρμακο»] …
17γυιαλκής — γυιαλκής, ές (Α) με δύναμη στα μέλη τού σώματος («γυιαλκὴς ἥβη, παλαισμοσύνη κ.λπ.»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + αλκής < αλκή «δύναμη» (πρβλ. αναλκής, αρισταλκής, ετεραλκής)] …
18γυιαρκής — γυιαρκής, ές (Α) αυτός που ενισχύει τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + αρκής < άρκος (Ι) «το όργανο ή μέσο άμυνας η υπεράσπιση» (πρβλ. απαρκής, αυτάρκης, διαρκής)] …
19γυιοβαρής — γυιοβαρής, ές (Α) αυτός που βαραίνει τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + βαρής < βάρος (πρβλ. οινοβαρής, χαλκοβαρής)] …
20γυιοβόρος — γυιοβόρος, ον (Α) αυτός που κατατρώει τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυίον + βόρος (βλ. λ. βορά) (πρβλ. αιμοβόρος, κουροβόρος, κρεοβόρος)] …