-
1 очки
очки мн. τα γυαλιά, τα ματογυάλια* тёмные \очки τα γυαλιά ηλίου· носить, надеть \очки φορώ ματογυάλια* * *мн.τα γυαλιά, τα ματογυάλιαтёмные очки́ — τα γυαλιά ηλίου
носи́ть, наде́ть очки́ — φορώ ματογυάλια
-
2 очки
очкимн. τά ματογυάλια, τά γυαλιά, τά διόπτρα:защитные \очки а) τά γυαλιά τοῦ ήλιου (от солнца), б) τά προφυλακτικά γυαλιά (у сварщиков и т. п.)· ◊ втирать \очки разг ρίχνω στάχτη στά μάτια· смотреть на все сквозь розовые \очки τά βλέπω ὅλα ρόδινα. -
3 вставить
вставить, вставлять βάζω; τοποθετώ, καταχωρώ (/гоме стить) \вставить стёкла в очки βάζω φακούς στα γυαλιά* * *= вставлятьβάζω; τοποθετώ, καταχωρώ ( поместить)вста́вить стёкла в очки́ — βάζω φακούς στα γυαλιά
-
4 оправа
оправа ж το πλαίσιο* ο σκελετός (очков)' очки без \оправаы τα γυαλιά χωρίς σκελετό* * *жτο πλαίσιο; ο σκελετός ( очков)очки́ без опра́вы — τα γυαλιά χωρίς σκελετό
-
5 футляр
футляр м η θήκη; \футляр для очков η θήκη για τα γυαλιά* * *мη θήκηфутля́р для очко́в — η θήκη για τα γυαλιά
-
6 очки
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > очки
-
7 стекло
η ύαλος, разг. το γυαλίармированное - ενισχυμένη -, οπλισμένη -витринное - ο υαλοπίνακας των προθηκών/βιτρινώνводомерное - ο υδατοδείκτης, ο υδροδείκτηςлистовое - οι υαλοπίνακες (πλ.)лобовое - (авто) το αλε-ξήνεμο, το αλεξιανέμιο, разг. το παρμπρίζ (ξεν.)натриевое - βοημική -, η στεφανύαλοςнепрозрачное - θολή -, αδιαφανής -оконное - ο υαλοπίνακας, το κρύσταλλοο κρύσταλλος, разг. το τζάμιочковое - για ομματογυάλια/γυαλιάпрофильное - см. стеклопрофилитсвинцовое - με βάση μολύβδου, η μολυβδύαλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стекло
-
8 вставлять
вставлятьнесов θέτω, ἐνθέτω, βάζω, τοποθετώ/ προσθέτω, παρεμβάλλω, καταχωρίζω (в текст)! εἰσάγω (вводить):\вставлять стекла а) ὑαλοθετώ, περνώ τζάμια, б) βάζω φακούς, περνάω γυαλιά (в очки)· \вставлять камень в оправу βάζω πέτρα στό δαχτυλίδι· ◊ \вставлять словечко προσθέτω μιά λέξη, λέγω μιά κουβέντα. -
9 выдавить
выдавитьсов, выдавливать несов1. (выжимать) στίβω, ἐκθλίβω, ἐκπιέζω, συνθλίβω, ζουλώ·2. перен κάνω, βγάζω κάτι μέ τό ζόρι:выдавить улыбку χαμογελώ μέ τό ζόρι· выдавить слезу́ βγάζω μέ τό ζόρι Ενα δάκρυ·3. (выломать) ρίχνω, γκρεμίζω:\выдавить стекло́ а) σπάζω τό τζάμι (оконное), б) σπάζω τά γυαλιά (очков). -
10 девать
дева||тьнесов1. (запрятать, потерять) βάζω, θέτω, τοποθετῶ/ χώνω (засунуть):куда я \деватьл свои́ очки? ποῦ ἐβαλα (или Εχωσα) τά γυαλιά μου;·2. (израсходовать, потратить):он не знает, куда \девать свой силы δέν ξέρει ποῦ νά χρησιμοποιήσει τίς δυνάμεις του· он не знает, куда \девать свой деньги δέν ξέρει τί νά τά κάνει τά χρήματα του. -
11 носить
носитьнесов в разн. знач. φορώ, φέρω:\носить платье φορώ φουστάνι· \носить усы ἀφήνω μουστάκι· \носить очки́ φορώ γυαλιά· \носить траур φορώ πένθος· \носить вещи κουβαλώ πράγματα· \носить на руках парен. περιποιούμαι, ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· ◊ это носило характер... αὐτό είχε τή μορφή...· спор носил бу́рный характер ἡ συζήτηση ήταν θυελλώδης· \носить свою девичью фамилию κρατάω τό οἰκογενειακό μου ἐπίθετο. -
12 перехитрить
перехитритьсов (кого-л.) φαίνομαι πιό πονηρός, βγαίνω πιό ἐξυπνος ἀπό κάποιον, βάζω τά γυαλιά σέ κάποιον. -
13 розовый
розов||ыйприл1. (относящийся к розе) τοῦ τριαντάφυλλου, τριανταφυλλέ-νιος:\розовый куст ἡ τριανταφυλλιά, ἡ ροδή· \розовыйая вода τό ροδόσταγμα· \розовыйое масло τό ροδέλαΐυ[ν], τό τριανταφυλλόλαδο· \розовыйое варенье τό γλυκό τριαντάφυλλο·2. (о цвете) ρόδινος, τριανταφυλλένιος:\розовыйое платье φουστάνι ρόζ· \розовыйые щеки τά ρόδινα μάγουλα· ◊ видеть все в \розовыйом свете, смотреть на все сквозь \розовыйые очки τά βλέπω ὀλα ρόδινα, τά βλέπω ὀλα μέ ρόζ γυαλιά· \розовыйые мечты τά ρόδινα ὀνειρα. -
14 стекло
стеклос τό γυαλί, ἡ ὕαλος:оконное \стекло τό τζάμι· зеркальное \стекло τό γυαλί τοῦ καθρέπτη· увеличительное \стекло ὁ μεγεθυντικός φακός· стекла (очков) τά γυαλιά. -
15 тусклый
ту́ск||лыйприл1. ἀμυδρός, θαμπός:\тусклыйлые стекла τά θαμπά γυαλιά, τζάμια· \тусклыйлое зеркало ὁ θαμπός καθρέφτης· \тусклый свет τό ἀμυδρό φῶς·2. перен θολός, χωρίς ἐκφραση (о глазах)Ι(ίχαρος, ἀνιαρός (скучный):\тусклый взгляд τό θολό βλεμ-μα. -
16 очки
[ατσκί] ουσ. πληθ. γυαλιά -
17 очки
[ατσκί] ουσ πληθ γυαλιά -
18 ещё
επίρ.1. ακόμα, επί πλέον, προσέτι•он глуп да ещё ленивый είναι κουτός και επί πλέον τεμπέλης•
ещё раз ακόμα μι,α φορά•
она жива αυτή είναι ακόμα ζωντανή•
ещё скажите ему ακόμα πέστε του•
ещё ему этого мало? ακόμα δεν του φτάνει; δεν είναι ευχαριστημένος;•
нет ещё όχι ακόμα.
2. μέχρι τώρα, ως τώρα•она ещё не спала αυτή ακόμα δεν κοιμήθηκε•
он не женат ещё αυτός είναι ακόμα ανύπαντρος•
я не устал ακόμα δεν κουράστηκα.
3. πια, ήδη•дом сгорел ещё в прошлом году το σπίτι •κάηκε πια από πέρυσι.
4. περισσότερο, πιο πολύ, ακόμα πιο•она стала ещё красивее αυτή έγινε πιο ομορφότερη.
εκφρ.ещё бы – α) βέβαια, ναι, μάλιστα, ασφαλώς, εννοείται, και ρωτάς; θέλει ρώτημα;•нравится вам музыка чайковского? ещё-бы – σας αρέσει η μουσική του Τσαϊκόβσκι; ещё και ρωτάς (ακόμα), β) αυτό λείπει ακόμα•ещё ты был бы недоволен! – αυτό έλειπε (έφτανε) ακόμα να είσαι και δυσαρεστημένος!•ещё и ещё – ακόμα και ακόμα, κι άλλο κι. άλλο•а ещё... – (επιτίμηση) ακόμα...•чего вы лезете без очереди? а ещё в очках! – γιατί παραβιάζετε τη σειρά; ακόμα φοράτε και γυαλιά!•можно было привести ещё и ещё десятки примеров – μπορούσα να αραδιάσω δεκάδες παραδείγματα•все ещё – ως τώρα ακόμα, μέχρι τώρα ακόμα•он все ещё ждет – αυτός μέχρι τώρα περιμένει ακόμα. -
19 звякнуть
ρ.σ.1. (για μέταλλα κ. γυαλιά) ηχώ, κροτώ κουδουνίζω, βροντώ. || κρούω, χτυπώ.2. (απλ.) τηλεφωνώ, κουδουνίζω•звякни мне, когда решишь уехать πάρε με τηλέφωνο όταν αποφασίσεις να φύγεις.
-
20 нос
-а α. προθετ. о -е, на -у, πλθ. -ы α.1. μύτη, ρις•длинный нос μακριά μύτη•
нос с горбинкой καμπουρωτή (κυρτή) μύτη•
курнбс-ный нос μύτη πεπλατυσμένη, σιμή, κουτσούμπή•
вздрнутый нос ανασηκωμένη μύτη•
орлиный нос α-έτεια ή γερακοειδής μύτη•
сплюснотый нос α-νάσιμη μύτη•
нос картошкой μύτη σαν πατάτα (σιμή).
2. ράμφος•дятловый нос το ράμφος του δρυοκολάπτη.
3. βλ. носик (2 σημ.).4. βλ. носок5. πλώρη, πρώρα.6. ακρωτήριο, κάβος..εκφρ.из-под -а (носу) у кого – κάτω από τη μύτη κάποιου (έγγιστα)•на -у – στα πρόθυρα, στο κατώφλι (πολύ κοντά)•зима на -у – ο χειμώνας είναι στα πρόθυρα•под -ом – κάτω από τη μύτη, μπροστά στα μάτια•с -а, с -у – (απλ.) από κάθε άτομο•- ом к носу – πρόσωπο με πρόσωπο (έγγιστα)•вешать нос – κρεμώ τα μούτρα, σκυθρωπάζω•драть, задрать (вздрнуть, поднять) нос – σηκώνω ψηλά τη μύτη, ξιπάζομαι, το παίρνω επάνω μου υψηλοφρονώ, περηφανεύομαι•поставить (натянуть) нос кого – απατώ, κοροϊδεύω, πιάνω κορόιδο, παίζω τον παπά• δι-αμηχανεύομαι•повесить нос (на квинту) ; опустить нос – κατεβάζω (σκύβω) το κεφάλι (θλίβομαι)•показывать нос (носы) кому – ερεθίζω κάποιον (βάζοντας το μεγάλο δάχτυλο στη μύτη μου και ανοίγοντας τα υπόλοιπα)•совать – χώνω τη μύτη μου ή τη μούρη μου (επεμβαίνω, ανακατεύομαι)•утереть нос кому – τον ξεπερνώ, του βάζω γυαλιά, τον περνώ σκάλες•уткнуть -; уткнуться -ом – αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά ή απορροφούμαι πλήρως•оставить с -ом – μτφ. γδέρνω, γδύνω, ξεγυμνώνω, αφαιρώ όλα• απατώ, πιάνω κορόιδο•остаться с -ом кого – πέφτω σε γκάφα, την παθαίνω•в нос говорить – μιλώ με τη μύτη (ένρινα)•дальше своего -а не видеть – δε βλέπω παραπέρα από τη μύτη μου•не по -у кому – δε γουστάρει σε κάποιον•показывать.- куда – εμφανίζομαι, ξεμυτίζω κάπου•столкнуться (встретить(ся) нос(сом) к -у – συναντώ απρόοπτα, πέφτω επάνω, τρακάρω•перед -ом – μπροστά στη μύτη (εγγύτατα)•зарубите это на -у – χαράξτε το καλά στη μνήμη, δέστε κόμπο στο δάχτυλο (για να μήν ξεχάσετε).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γυαλιά — Οπτικό όργανο, το οποίο αποτελείται από δύο κρύσταλλα στερεωμένα σε ένα στήριγμα (σκελετό) που τα συγκρατεί στην καταλληλότερη θέση εμπρός από τα μάτια. Διορθωτικά αποκαλούνται τα γ. που αποσκοπούν στη βελτίωση της όρασης, αντισταθμίζοντας… … Dictionary of Greek
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
γυαλί — το 1. διάφανο και εύθραυστο υλικό, τζάμι: Έσπασα ένα ποτήρι και το πάτωμα γέμισε γυαλιά. 2. γυάλινο δοχείο. 3. μτφ., κάθε λεία και γυαλιστερή επιφάνεια: Ο δρόμος ήταν γυαλί από τον πάγο. 4. στον πληθ., γυαλιά τα ματογυάλια: Γυαλιά ηλίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… … Dictionary of Greek
ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
πρισματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρίσμα 2. αυτός που έχει σχήμα πρίσματος, πρισματοειδής 3. αυτός που αποτελείται από πρίσματα («πρισματική διόπτρα» διόπτρα τής οποίας το ανορθωτικό σύστημα δεν τό αποτελούν φακοί αλλά δύο ισοσκελή… … Dictionary of Greek
εξάντας — Όργανο για τη μέτρηση της γωνίας μεταξύ δύο στόχων. Χρησιμοποιείται, ιδιαίτερα στη ναυσιπλοΐα, για τον προσδιορισμό του ύψους των αστέρων από τον ορίζοντα. Ο ε. περιλαμβάνει έναν κυκλικό τομέα με βαθμονομημένο χείλος, ο οποίος έχει άνοιγμα 60,… … Dictionary of Greek
αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… … Dictionary of Greek
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek