Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γυαλιά

См. также в других словарях:

  • γυαλιά — Οπτικό όργανο, το οποίο αποτελείται από δύο κρύσταλλα στερεωμένα σε ένα στήριγμα (σκελετό) που τα συγκρατεί στην καταλληλότερη θέση εμπρός από τα μάτια. Διορθωτικά αποκαλούνται τα γ. που αποσκοπούν στη βελτίωση της όρασης, αντισταθμίζοντας… …   Dictionary of Greek

  • γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… …   Dictionary of Greek

  • γυαλί — το 1. διάφανο και εύθραυστο υλικό, τζάμι: Έσπασα ένα ποτήρι και το πάτωμα γέμισε γυαλιά. 2. γυάλινο δοχείο. 3. μτφ., κάθε λεία και γυαλιστερή επιφάνεια: Ο δρόμος ήταν γυαλί από τον πάγο. 4. στον πληθ., γυαλιά τα ματογυάλια: Γυαλιά ηλίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρκούδα — Κοινή ονομασία για τα σαρκοφάγα πελματοβάμονα ζώα που αποτελούν την οικογένεια των αρκτιδών. Το σώμα τους είναι ογκώδες, μπορεί να έχει μήκος από 1,40 έως 3 μ. και καλύπτεται από μακρύ και πυκνό, αλλά αδρό τρίχωμα. To κεφάλι τους είναι κατά… …   Dictionary of Greek

  • ορειβάσια — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • ορειβασία — Η τέχνη της αναρρίχησης στα βουνά και κυρίως στις δυσπρόσιτες κορυφές. Η ο. εκτελείται συνήθως από ομάδες με τους κατάλληλους τεχνικούς τρόπους και τα απαραίτητα μέσα. Και στην Ελλάδα χρησιμοποιείται συχνά και ο διεθνής όρος αλπινισμός, από το… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • πρισματικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρίσμα 2. αυτός που έχει σχήμα πρίσματος, πρισματοειδής 3. αυτός που αποτελείται από πρίσματα («πρισματική διόπτρα» διόπτρα τής οποίας το ανορθωτικό σύστημα δεν τό αποτελούν φακοί αλλά δύο ισοσκελή… …   Dictionary of Greek

  • εξάντας — Όργανο για τη μέτρηση της γωνίας μεταξύ δύο στόχων. Χρησιμοποιείται, ιδιαίτερα στη ναυσιπλοΐα, για τον προσδιορισμό του ύψους των αστέρων από τον ορίζοντα. Ο ε. περιλαμβάνει έναν κυκλικό τομέα με βαθμονομημένο χείλος, ο οποίος έχει άνοιγμα 60,… …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»