γυίοις

  • 1γυίοις — ἐγγυάω give pres opt act 2nd sg (epic doric ionic) γυί̱οις , γυῖον limb neut dat pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2Amphigyéis — AMPHIGYÉIS, entis, Græc. Ἀμφιγυήεις, εντος, ein Beynamen des Vulcanus, Hesiod. O. & D. v. 70. welchen er von ἀμφὶ, utrimque, und γῦιον, membrum, hat, und zwar daher, quod fuit ἀμφοτέροις γύιοις, ἢ ποσὶ χωλὸς, d.i. weil er auf beyden Beinen… …

    Gründliches mythologisches Lexikon

  • 3πηρός — ά, όν, Α 1. αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα μέλος τού σώματός του, ανάπηρος, σακάτης («πηρὸς ὁ μὲν γυίοις, ὁ δ ἄρ ὄμμασι», Ανθ. Παλ.) 2. συνεκδ. ο πνευματικά ανάπηρος, ο διανοητικά ελαττωματικός, κουτός («ἀμβλεῑς καὶ πηροὶ», Φίλ.) 3. (για… …

    Dictionary of Greek