γρῖνος δέρμα
1ρινός — ἡ και ὁ, Α 1. το δέρμα ζωντανού ανθρώπου (α. «ὦσε δ ἀπὸ ῥινὸν τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «ῥινοὶ ἀπέδρυφθεν», Ομ. Οδ.) 2. (σπανίως) το δέρμα νεκρού («ῥινὸν δ ἀπ ὀστεόφιν ἐρύσαι», Ομ. Οδ.) 3. δέρμα από ζώο, δορά (α. «ῥινὸν πολιοῑο λύκοιο», Ομ. Οδ. β …
2u̯er-7 (*su̯er-) — u̯er 7 (*su̯er ) English meaning: to tear Deutsche Übersetzung: “aufreißen, ritzen” Note: base for extensions: Material: A. u̯erd : Av. varǝdva ‘soft, lax “, O.C.S. vrědъ, Russ. véred “wound”; u̯red : O.Ind. avradanta ‘sie… …