γρᾰφ-εύς

  • 1θεαγγελεύς — θεαγγελεύς, έως, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που προκηρύσσει εορτή ή πανήγυρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + αγγέλλω, κατά τα ονόματα σε εύς (πρβλ. γραφ εύς, ιππ εύς)] …

    Dictionary of Greek

  • 2θηβαιεύς — Θηβαιεύς, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Διός) ο Θηβαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι + κατάλ. εύς, κατά τα γραφ εύς, ιππ εύς] …

    Dictionary of Greek

  • 3κορυνθεύς — κορυνθεύς, έως, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) α) «κόφινος, κάλαθος» β. «ἀλεκτρυών», πετεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυς, υθ ος + κατάλ. εύς (πρβλ. γραμματ εύς, γραφ εύς) με ανάπτυξη έρρινου στοιχείου ν προ τού θ , όπως ακριβώς και το κόρυνθος] …

    Dictionary of Greek

  • 4ραφεύς — έως, ὁ, ΜΑ ο ράφτης αρχ. φρ. «ῥαφεὺς φόνου» αυτός που μηχανεύεται, που προετοιμάζει τον φόνο κάποιου («κἀγώ δίκαιου τοῡδε τοῡ φόνου ῥαφεύς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφή + κατάλ. εύς (πρβλ. γραφ εύς)] …

    Dictionary of Greek

  • 5ραφιδεύς — ὁ, θηλ. ῥαφίδεια, Α ο ράφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφίς, ίδος + κατάλ. εύς (πρβλ. γραφ εύς)] …

    Dictionary of Greek