γράφεα
1γραφέα — γραφέᾱ , γραφεύς painter masc acc sg γραφής masc acc sg (epic ionic) …
2γραφέας — γραφέᾱς , γραφεύς painter masc acc pl …
3Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …
4γραφικός — ή, ό (AM γραφικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γραφή (α. «γραφική ύλη» υλικά για γράψιμο β. «γραφικός κάλαμος» καλάμι, πένα με την οποία έγραφαν) 2. φρ. «γραφικό σφάλμα», «γραφικὸν ἁμάρτημα» λάθος που έγινε κατά το γράψιμο ή κατά… …
5παραγραφεύς — ὁ, Α είδος γραφέα στην Αίγυπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γραφεύς (< γράφω)] …
6παρεγκύκλημα — τὸ, Α 1. εμβόλιμο διαλογικό ή χορικό μέρος ανάμεσα στα επεισόδια ενός δράματος 2. σκηνικές οδηγίες γραμμένες από γραφέα ή σχολιαστή στο περιθώριο χειρογράφου ενός δραματικού έργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγκύκλημα] …
7υπογραφέας — ο / ὑπογραφεύς, έως, ΝΜΑ, και λόγιος τ. θηλ. ὑπογραφεύς Ν νεοελλ. 1. υπάλληλος εξουσιοδοτημένος να υπογράφει τα υπηρεσιακά έγγραφα 2. βαθμός υπαλλήλου, κατώτερος από τού γραφέα μσν. αρχ. ο ιδιαίτερος γραμματέας τού αυτοκράτορα αρχ. 1. αυτός που… …
8υπογραφίς — ίδος, ἡ, Α 1. η γραφίδα, η πένα, το εργαλείο τού γραφέα 2. είδος χειρουργικού εργαλείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γραφίς, ίδος (πρβλ. παρα γραφίς)] …
9Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …
10Οράτιος — (Quintus Horatius Flaccus, Βενουσία 65 – Ρώμη 8 π.Χ.). Λατίνος ποιητής. Γιος ενός απελεύθερου, χρωστούσε στις θυσίες και στην έξυπνη καθοδήγηση του πατέρα του τη φιλολογική του μόρφωση, την αντάξια ενός ευγενούς, καθώς επίσης και τη στέρεη ηθική… …
- 1
- 2