γροικῶ

  • 1γροικώ — και γρικώ ( άω) βλ. αγροικώ …

    Dictionary of Greek

  • 2(α)γροικώ — βλ. το ορθό γρικώ …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 3αγροικώ — και γροικώ (Ν και (α)γροικάω) (Μ και ἐγροικῶ) 1. εννοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, αναγνωρίζω 2. αισθάνομαι, νιώθω 3. έχω την αίσθηση τής ακοής, ακούω 4. υπακούω, πείθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά τον Κοραή (Άτακτα 2, 95 6) το ρήμα προήλθε από το… …

    Dictionary of Greek

  • 4αγροίκημα — και γροίκημα, το [αγροικώ και γροικώ] αντίληψη, κατανόηση …

    Dictionary of Greek

  • 5αγροίκηση — και γροίκηση, η (Μ και ἀγροίκησις, γροίκησις, ἐγροίκησις) [ἀγροικῶ και γροικῶ] 1. αντίληψη, νοημοσύνη 2. ακρόαση, άκουσμα, προσοχή, συνεννόηση …

    Dictionary of Greek

  • 6γρικώ — ( άω) βλ. γροικώ …

    Dictionary of Greek

  • 7κακογροικώ — και άω (Μ κακογροικῶ, έω) νεοελλ. 1. δεν ακούω καλά, βαριακούω 2. ακούω πολλές κατηγορίες για τον εαυτό μου μσν. μέσ. κακογροικοῡμαι, έομαι δύσκολα κατανοούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + γροικῶ] …

    Dictionary of Greek

  • 8καλογροικώ — και καλογρικώ 1. ακούω καλά 2. ακούω κάτι με προσοχή 3. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + γροικώ «ακούω»] …

    Dictionary of Greek

  • 9μύσμα — το βαριά και συχνή αναπνοή με δύσπνοια, ρόγχος, βαθύς στεναγμός, βογγητό («όντε γροικώ αναστεναγμό και μύσμα τ αρρωστάρη», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μύσσω «βογγώ» + κατάλ. μα] …

    Dictionary of Greek

  • 10ξαναγροικώ — ακούω ξανά, πληροφορούμαι πάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξανά + αγροικώ / γροικώ «ακούω, αισθάνομαι»] …

    Dictionary of Greek