γρηγοριανός
1γρηγοριανός — ή, ό 1. αυτός που σχετίζεται με ιστορικό πρόσωπο με το όνομα Γρηγόριος. 2. γρηγοριανό ημερολόγιο, το ημερολόγιο που θεσπίστηκε από τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ΄ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …