γρηΰς
1γρηῦς — γραῦς old woman fem nom sg (epic) …
2γρηύς — γρηϋ/ς , γραῦς old woman fem nom sg (epic) …
3γρῆυς — γραῦς old woman fem nom sg (epic) …
4γραυς — γραῡς και γρηῡς και γρηΰς, η (Α) 1. γριά γυναίκα 2. (κωμικά) γέρος άντρας 3. κάβουρας 4. αφρός γάλακτος που βράζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γριά] …
5γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η …
6ĝer-, ĝerǝ-, ĝrē- — ĝer , ĝerǝ , ĝrē English meaning: to rub; to be old; grain Deutsche Übersetzung: “morsch, reif werden, altern” Note: also, esp. in formations with formants no , “corn, grain, Kern” (only NW IE); die oldest meaning seems “rub”… …