γρηί

  • 1γρηί — γρηΐ , γραῦς old woman fem dat sg (epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2καμινώ — καμινώ, οῡς, ἡ (Α) [κάμινος] γυναίκα που εργαζόταν σε καμίνι, καμινεύτρια («γρηί καμινοῑ ἴσος» όμοιος με γριά καμινεύτρια, Ομ. Οδ. το χωρίο αυτό από άλλους ερμηνεύεται: όμοιος με γριά που κάθεται διαρκώς δίπλα στη φωτιά, χουχουλόγρια, σταχτοπούτα …

    Dictionary of Greek

  • 3περιπλέκω — ΝΜΑ 1. πλέκω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περιβάλλω κάτι πλέκοντας (α. «ούτε κισσός, π αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει, ούτ αστραπή που σβήνεται χωρίς αστροπελέκι», Βαλαωρ. β. «περιπλέξητε αὐτοῑς τὰ σκέλη περὶ τὴν γαστέρα», Λουκιαν.) 2. (η μτχ. παθ.… …

    Dictionary of Greek

  • 4ĝer-, ĝerǝ-, ĝrē- —     ĝer , ĝerǝ , ĝrē     English meaning: to rub; to be old; grain     Deutsche Übersetzung: “morsch, reif werden, altern”     Note: also, esp. in formations with formants no , “corn, grain, Kern” (only NW IE); die oldest meaning seems “rub”… …

    Proto-Indo-European etymological dictionary