γραῖα
61συγγέρων — οντος, ὁ, ΜΑ αυτός που είναι επίσης γέρος («νέον μὲν αὐτὸν ἡ νεανὶς ἐζήτει βλέπειν ἐραστήν, συγγέροντα δ ἡ γραῑα», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + γέρων, οντος] …
62συνοφρυώνομαι — συνοφρυοῡμαι, όομαι, ΝΜΑ [σύνοφρυς] νεοελλ. σουφρώνω τα φρύδια μου από δυσαρέσκεια, θυμό, ανησυχία ή βαθιά σκέψη, σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω αρχ. 1. σουφρώνω τα φρύδια μου από λύπη, λυπούμαι, θλίβομαι (α. «στυγνῷ προσώπῳ καὶ ξυνωφρυωμένῳ», Ευρ. β.… …
63γραίη — γράω gnaw pres opt act 3rd sg γραίη old woman fem nom/voc sg (epic ionic) γραῖα old woman fem nom/voc sg (epic ionic) γραῖος fem nom/voc sg (epic ionic) …
64Γραίηισι — Γραίῃσι , Γραῖα old woman fem dat pl (epic ionic) …
Страницы