γραμμᾰτικῶς
1γραμματικῶς — γραμματικός knowing one s letters adverbial …
2ατεχνολόγητος — η, ο (Α ἀτεχνολόγητος, ον) νεοελλ. όποιος δεν έχει τεχνολογηθεί, δεν έχει αναλυθεί γραμματικώς αρχ. απλός, σαφής …
1γραμματικῶς — γραμματικός knowing one s letters adverbial …
2ατεχνολόγητος — η, ο (Α ἀτεχνολόγητος, ον) νεοελλ. όποιος δεν έχει τεχνολογηθεί, δεν έχει αναλυθεί γραμματικώς αρχ. απλός, σαφής …