γραμμοποίκιλος
1γραμμοποικίλων — γραμμοποίκιλος striped masc/fem/neut gen pl …
2γραμμοποίκιλτος — η, ο (Α γραμμοποίκιλος, ον) στολισμένος με γραμμές …
3ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… …