γράφος

  • 91ευδ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο ουσιαστικό ψεύδος*. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου, δηλαδή το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό (πρβλ. ψευδομάρτυρας, ψευδ ώνυμος) …

    Dictionary of Greek

  • 92ευθυμογράφος — ο, η αυτός που γράφει ευθυμογραφήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύθυμα + γράφος < γράφω] …

    Dictionary of Greek

  • 93εφημεριδογράφος — ο αυτός που γράφει εφημερίδα, αυτός που συντάσσει ή συνεργάζεται στην έκδοση εφημερίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφημερίς, ίδος + γραφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1809 στον Αδαμ. Κοραή] …

    Dictionary of Greek

  • 94ζιγκογραφία — η η τσιγκογραφία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζίγκος + γραφία (< γράφος* < γράφω), πρβλ. θαλασσο γραφία, ορθο γραφία] …

    Dictionary of Greek

  • 95ζιγκογραφώ — έω τσιγκογραφώ*, τυπώνω με τσιγκογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζίγκος + γραφώ (< γράφος* < γράφω), πρβλ. πολιτο γραφώ, χορο γραφώ] …

    Dictionary of Greek

  • 96ηλεκτροαμφιβληστροειδογραφία — Η ιατρ. εξεταστική μέθοδος κατά την οποία με ειδικό όργανο συλλέγονται και καταγράφονται σε διάγραμμα τα ηλεκτρικά ρεύματα ενέργειας τών νευρικών κυττάρων τού αμφιβληστροειδή χιτώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 97ηλεκτρογραφία — η μέθοδος ηλεκτροστατικής αναπαραγωγής, κατά την οποία ηλεκτροστατικά είδωλα σχηματίζονται επί διηλεκτρικού μέσου χωρίς τη μεσολάβηση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrography < electro (πρβλ. ήλεκτρο *) …

    Dictionary of Greek

  • 98ηλεκτροεγκεφαλογράφος — ο ιατρ. συσκευή που χρησιμοποιείται για τήν καταγραφή τής ηλεκτρικής δραστηριότητας τού εγκεφάλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electroencephalograph < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + encephalograph < encephalo (πρβλ. εγκέφαλος) + graph… …

    Dictionary of Greek

  • 99ηλεκτροεγκεφαλογραφία — (ΗΕΓ). Μέθοδος νευρολογικής εξέτασης της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφάλου, κατά την οποία καταγράφονται οι μεταβολές των διαφορών δυναμικού ανάμεσα στα εγκεφαλικά κύτταρα. Η μέθοδος επινοήθηκε και εφαρμόστηκε στον άνθρωπο από τον Γερμανό… …

    Dictionary of Greek

  • 100ηλεκτροκαρδιογράφος — ο ιατρ. συσκευή που χρησιμοποιείται για την άμεση εγγραφή τών ρευμάτων ενέργειας τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrocardiography < electro (πρβλ. ηλεκτρο *) + cardiograph < cardio (πρβλ. καρδιά) + graph (πρβλ. γραφος… …

    Dictionary of Greek