γράφος

  • 81δελτογράφος — δελτογράφος, ο (Α) αυτός που καταγράφει κάτι σε δέλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέλτος + γράφος*] …

    Dictionary of Greek

  • 82δικογράφος — δικογράφος, ο (Α) αυτός που συντάσσει δικανικούς λόγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίκη + γράφος*] …

    Dictionary of Greek

  • 83δισσογραφούμαι — δισσογραφοῡμαι και διττογραφοῡμαι ( έομαι) (Α) 1. γραμμ. γράφομαι με δύο τρόπους 2. (το ουδ. τής μτχ. ενεστ.) το δισσογραφούμενον λέξη ή φράση αρχαίου κειμένου που απαντά με δύο διαφορετικές γραφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισσός + γραφούμαι < γράφος] …

    Dictionary of Greek

  • 84επιθαλαμιογράφος — ἐπιθαλαμιογράφος, ο (Μ) αυτός που γράφει επιθαλάμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < επι θαλάμ ιον + γράφος < γράφω)] …

    Dictionary of Greek

  • 85επιθεωρησιογράφος — ο συγγραφέας θεατρικών επιθεωρήσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιθεώρηση + γράφος (< γράφω)] …

    Dictionary of Greek

  • 86επιστολαγράφος — ἐπιστολαγράφος, ο (Α) βασιλικός γραμματέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + γράφος (< γράφω)] …

    Dictionary of Greek

  • 87επιστολογράφος — ο, η (AM ἐπιστολογράφος) ο γραμματέας που γράφει επιστολές νεοελλ. 1. ο συντάκτης επιστολής 2. ο ικανός να γράφει επιστολές. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + γράφος (< γράφω)] …

    Dictionary of Greek

  • 88επιφυλλιδογράφος — ο αυτός που γράφει επιφυλλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιφυλλίδα + γράφος (< γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στο Δημ. Ν. Βερναρδάκη ως απόδοση στην Ελληνική τού γαλλ. feuilletoniste] …

    Dictionary of Greek

  • 89ερυθρογράφος — ο (Μ ἐρυθρογράφος) (στο Βυζάντιο) αυτός που γράφει με κόκκινη μελάνη τα αρχικά κεφαλαία γράμματα και διάφορα άλλα κοσμήματα τών χειρόγραφων κωδίκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + γράφος*] …

    Dictionary of Greek

  • 90ευαγγελιογραφούμαι — εὐαγγελιογραφοῡμαι, έομαι (Μ) γράφομαι, περιέχομαι στο Ευαγγέλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευαγγέλιο + γραφούμαι (< γραφος < γράφω), πρβλ. πολιτο γραφούμαι] …

    Dictionary of Greek