γράφος

  • 71αναισχυντογράφος — ο (Α ἀναισχυντογράφος) αυτός που γράφει ανήθικα πράγματα, ανηθικογράφος, πορνογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσχυντος + γράφος < γράφω). ΠΑΡ. νεοελλ. αναισχυντογραφία] …

    Dictionary of Greek

  • 72αρθρογράφος — ο, η συντάκτης ή συνεργάτης εφημερίδας που γράφει το κύριο άρθρο ή άρθρα της ειδικότητας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρθρο + γραφος < γράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον θ. Φαρμακίδη] …

    Dictionary of Greek

  • 73βιβλιογράφος — ο (AM βιβλιογράφος, Α και βιβλιαγράφος) νεοελλ. αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη βιβλιογραφία αρχ. μσν. γραφέας ή αντιγραφέας χειρογράφων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίον + γράφος] …

    Dictionary of Greek

  • 74βιογράφος — ο συγγραφέας βιογραφίας ή βιογραφιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + γραφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον Φίλιππο Ιωάννου (πρβλ. αγγλ. biographer)] …

    Dictionary of Greek

  • 75βιογραφία — Έργο που εξιστορεί τη ζωή ενός ανθρώπου με την αναφορά στο σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία αποκαλύπτουν την ψυχολογική του ιδιοσυστασία και την πνευματική του προσωπικότητα και συνάμα ορίζουν το πλέγμα των πολύπλευρων δεσμών του με το… …

    Dictionary of Greek

  • 76γελοιογράφος — ο ο καλλιτέχνης ή ερασιτέχνης που ασχολείται με τη γελοιογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γελοίος + γράφος < γράφω. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στο περιοδικό Ν. Πανδώρα από τον Φωκίονα] …

    Dictionary of Greek

  • 77γλυπτογραφία — η η λήψη αποτυπώματος από βαθύτυπη πλάκα με φύλλο χαρτιού ή μετάλλου, χωρίς χρήση γραφικού χρώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυπτός + γραφία < γραφος* (πρβλ. γαλλ. glyptographie)] …

    Dictionary of Greek

  • 78δακτυλιογράφος — ο ο ειδικός στη δακτυλιογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + γράφος*] …

    Dictionary of Greek

  • 79δεησεογράφος — δεησεογράφος, ο (Μ) αυτός ο όποιος συντάσσει δεήσεις, δηλ. αιτήσεις ή αναφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέησις + γραφος*] …

    Dictionary of Greek

  • 80δελτογράφημα — δελτογράφημα, το (Α) επιγραφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέλτος + γράφημα < γραφώ < γραφος*] …

    Dictionary of Greek