γράφος

  • 61Tacógrafo — tacógrafo. m. Tacómetro registrador. * * * Tacógrafo (del griego τάχος, rapidez; y γράφος de la raíz de γράφειν, escribir). Un tacógrafo es un dispositivo electrónico que registra diversos sucesos en el transporte en camión de productos o… …

    Enciclopedia Universal

  • 62‒grafo — ‒grafo, fa. (Del gr. γράφος, de la raíz de γράφειν, escribir). elem. compos. Significa que escribe o que describe . Mecanógrafo, telégrafo, bolígrafo, hidrógrafo …

    Enciclopedia Universal

  • 63-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …

    Dictionary of Greek

  • 64αγγειογράφος — ο αυτός που ζωγραφίζει τα αγγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγείο + γράφος < γράφω] …

    Dictionary of Greek

  • 65αερογράφος — ο (Γραφ. Τεχν.) ο αεροψεκαστήρας σχήματος μολυβιού που ψεκάζει χρώμα ή μελάνι σε πολύ λεπτή ρυθμιζόμενη δέσμη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἀήρ, έρος + γράφος < γράφω, πρβλ. αγγλ. aerograph] …

    Dictionary of Greek

  • 66αληθειογράφος — ο αυτός που γράφει την αλήθεια ή που πραγματεύεται γι’ αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλήθεια + γράφος < γράφω] …

    Dictionary of Greek

  • 67αλληλογραφία — Η ανταπόκριση που γίνεται με την ανταλλαγή επιστολών ή εγγράφων· η επιστολογραφία. Η α. αποτελεί ένα από τα αρχαιότερα μέσα επικοινωνίας και καλύπτει τη στοιχειώδη ανάγκη των ανθρώπων για αμοιβαία ενημέρωση και πληροφόρηση. Σε ό,τι αφορά την… …

    Dictionary of Greek

  • 68αλληλογραφώ — ( έω) ανταλλάσσω επιστολές με κάποιον, επιστολογράφο). [ΕΤΥΜΟΛ. < *αλληλογράφος < αλληλο * + γράφος < γράφω] …

    Dictionary of Greek

  • 69αναγλυπτογραφία — η (Γραφ. τεχν.) η τέχνη παραγωγής αναγλύφων παραστάσεων στην επιφάνεια μετάλλου, δέρματος, υφάσματος, χαρτιού ή άλλου παρόμοιου υλικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναγλυπτογράφος < ανάγλυπτος + γράφος*. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον γιατρό Α.… …

    Dictionary of Greek

  • 70αναγνωσματογράφος — ο, η αυτός που γράφει αναγνώσματα (μυθιστορήματα κ.λπ.) σε εφημερίδες ή περιοδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγνωσμα τος + γραφος*] …

    Dictionary of Greek