γράφος

  • 41ακτινογραφία — Ακτινοδιαγνωστικό μέσο, όπου απεικονίζονται σε φωτογραφικό φιλμ τα διάφορα όργανα του σώματος. Βλ. λ. ακτινολογία. * * * ή (Α ἀκτινογραφία) νεοελλ. 1. αποτύπωση φωτογραφικών εικόνων με τη βοήθεια τών ακτίνων Χ (Ραίντγκεν), ακτινογράφηση 2. η… …

    Dictionary of Greek

  • 42επιταχύγραφο — το και επιταχυνσι(ο)γράφος, ο (μηχ.) όργανο που εγγράφει την επιτάχυνση μιας κίνησης, όπως π.χ. τού βλήματος μέσα στον σωλήνα τών πυροβόλων όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτάχυνση + γράφος (< γράφω). Απόδοση στην Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 43ευπερίγραφος — η, ο (ΑΜ εὐπερίγρα φος, ον) 1. αυτός που είναι εύκολο να παρασταθεί σε σχήμα ή που περιγράφεται εύκολα 2. αυτός που έχει ωραίες τις εξωτερικές γραμμές, ωραίο σχήμα, ωραίο περίγραμμα 2. σύντομος, βραχύς. επίρρ... εὐπεριγράφως (Α) με ωραίο… …

    Dictionary of Greek

  • 44ημερογράφος — ἡμερογράφος, ὁ (Α) αυτός που τηρεί προσωπικό ημερολόγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. ημερ(ο) * + γράφος (< γράφω ή < γραφή), πρβλ. ζω γράφος, υμνογράφος] …

    Dictionary of Greek

  • 45θεογράφος — θεογράφος, ον (Μ) αυτός που γράφει για τον,θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + γράφος (< γράφω), πρβλ. ζωγράφος κακο γράφος] …

    Dictionary of Greek

  • 46θρανογράφος — θρανογράφος, ὁ (Α) τοιχογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θράνος + γράφος* (πρβλ. τοιχο γράφος)] …

    Dictionary of Greek

  • 47καλλιγράφος — ο, η (AM καλλιγράφος, ὁ, ἡ Α θηλ. και καλλιγράφισσα) νεοελλ. ειδικός στην καλλιγραφία ή δάσκαλος τής καλλιγραφίας νεοελλ. μσν. αυτός που έχει ωραίο γραφικό χαρακτήρα, που γράφει πολύ ωραία μσν. αρχ. ικανός, επιδέξιος αντιγραφέας παπύρων και… …

    Dictionary of Greek

  • 48μεγαλογράφος — μεγαλογράφος, ον (Α) αυτός που γράφει για σπουδαία πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + γράφος (< γράφω), πρβλ. καθαρο γράφος, ορθογράφος] …

    Dictionary of Greek

  • 49ολόγραφος — η, ο (ΑΜ ὁλόγραφος, ον) 1. (για λέξη) γραμμένος με όλα τα γράμματα, δηλ. όχι συντετμημένα ή με τα αρκτικά της 2. γραμμένος εξ ολοκλήρου από το χέρι τού συγγραφέα, ιδιόγραφος («ὡς καὶ τοῡτο ὁλόγραφοι δηλοῡσιν αὐτοῡ πρὸ τῶν τόμων ἐπισημειώσεις»,… …

    Dictionary of Greek

  • 50πολυγράφος — Μηχάνημα που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για την εκτύπωση επιστολών, εγκυκλίων κλπ. σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Το κείμενο γράφεται στη γραφομηχανή, χωρίς ταινία, πάνω σε μια μεμβράνη από λεπτότατο χαρτί, εμποτισμένη με ένα μείγμα… …

    Dictionary of Greek