γράφος

  • 31κλισιογράφος — ο ναυτ. όργανο για τη χάραξη κλίσεων μιας αυτοπροωθούμενης τορπίλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίσις + συνδετικό φωνήεν ο + γράφος (< γράφω), πρβλ. παλμο γράφος, παντο γράφος] …

    Dictionary of Greek

  • 32κομψογράφος — ο, η αυτός που γράφει με κομψότητα, με καλλιέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψός + γράφος* (πρβλ. κακο γράφος, παλαιο γράφος). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς] …

    Dictionary of Greek

  • 33κονδυλογράφος — κονδυλογράφος, ὁ (Μ) είδος γραφίδας, όργανο γραφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονδύλι(ν) + γράφος (< γράφω), πρβλ. ιστοριο γράφος, λαο γράφος] …

    Dictionary of Greek

  • 34κοσμηματογράφος — ο 1. αυτός που ζωγραφίζει κοσμήματα 2. ο διακοσμητής τοίχων, οροφών, δαπέδων ή προσόψεων οικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσμημα + γράφος (< γράφω), πρβλ. επιστολο γράφος ιστοριο γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό σύγγραμμα Πανδώρα] …

    Dictionary of Greek

  • 35κοσμογράφος — ο (ΑM κοσμογράφος, ον) νεοελλ. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η κοσμογράφος αυτός που ασχολείται με την κοσμογραφία αρχ. αυτός που περιγράφει τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + γράφος (< γράφω), πρβλ. γεω γράφος, τοπο γράφος. Η λ. ως επιστημον …

    Dictionary of Greek

  • 36κρυπτογράφος — ο 1. αυτός που ασχολείται με την κρυπτογράφηση και αποκρυπτογράφηση μηνυμάτων 2. είδος γραφομηχανής με την οποία κρυπτογραφείται ένα κείμενο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτ (< κρύπτω) + γράφος (< γράφω), πρβλ. καθαρο γράφος, ορθο γράφος …

    Dictionary of Greek

  • 37λεξιγράφος — ο, η (Α λεξιγράφος και λεξογράφος) αυτός που ασχολείται με την καταγραφή λέξεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέξις + γράφος (< γράφω), πρβλ. γεω γράφος, τοιχο γράφος] …

    Dictionary of Greek

  • 38-graph — comb. form forming nouns and verbs meaning: 1 a thing written or drawn etc. in a specified way (autograph; photograph). 2 an instrument that records (heliograph; seismograph; telegraph). * * * ˌgraf, aa(ə)f, aif, ȧf noun combining form ( s)… …

    Useful english dictionary

  • 39-grapher — comb. form forming nouns denoting a person concerned with a subject (geographer; radiographer). Etymology: from or after Gk graphos writer + ER(1) * * * grəfə(r), sometimes ˌgraf when there is a corresponding verb form in “ graph” noun combining… …

    Useful english dictionary

  • 40писаниѥ — ПИСАНИ|Ѥ (1050), ˫А с. 1.Действие по гл. писати в 1 знач.: ина многа чюдеса створивъ. памѧ(т) писанию достоина. ПрЛ 1282, 82б; Бѣ нѣкто ди˫аконъ въ ѥп(с)пии. именемь савинъ. имыи ремество книжноѥ писаниѥ. ПНЧ 1296, 24 об.; ѡхъ мне лихого сего… …

    Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)