γράφος

  • 121καλαμογραφώ — έω γράφω με το καλάμι, με τη γραφίδα, εξιστορώ, διηγούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμι + γραφώ (< γράφος*), πρβλ. ηθο γραφώ, υμνο γραφώ] …

    Dictionary of Greek

  • 122καμινογραφία — καμονογραφία, ἡ (Α) πραγματεία περί καμίνων, δηλ. αλχημεία, τίτλος έργου τού αλχημιστή Μαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + γραφία (< γραφος*)] …

    Dictionary of Greek

  • 123κανονογράφος — ο ο συνθέτης κανόνων για την ακολουθία τού όρθρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, όνος + γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Ανδρέα Μουστοξύδη] …

    Dictionary of Greek

  • 124κανονογραφία — η (Α κανονογραφία) νεοελλ. η σύνθεση κανόνων στην εκκλησιαστική ποίηση αρχ. η κατάρτιση αστρονομικών πινάκων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, όνος + γραφία (< γράφος*)] …

    Dictionary of Greek

  • 125καρδιογράφημα — το ιατρ. γραφική παράσταση τής καρδιακής λειτουργίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiogram < cardio (πρβλ. κάρδιο ) + gram (πρβλ. γράμμα) που αποδίδεται ως γράφημα (< γραφώ < γράφος < γράφω)] …

    Dictionary of Greek

  • 126καρδιογράφος — ο ιατρ. όργανο με το οποίο παριστάνεται γραφικώς η λειτουργία τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiograph < cardio (πρβλ. καρδιο ) + graph (πρβλ. γράφος < γράφω)] …

    Dictionary of Greek

  • 127καρδιοπνευμογράφος — ο ιατρ. όργανο με το οποίο καταγράφονται οι καμπύλες τών αναπνευστικών κινήσεων και τών συστολών τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί καρδιοπνευμονογράφος, αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cardiopneumographe < cardio (πρβλ. καρδι[ο] *) + pneumo (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 128κεραμογραφία — η η ζωγραφική σε πήλινα αντικείμενα, αγγεία, πίνακες, σαρκοφάγους κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + γραφία (< γράφος < γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Αλέξανδρο Ρ. Ραγκαβή] …

    Dictionary of Greek