γράφος

  • 111θωρακογράφος — ο ιατρ. όργανο για την καταγραφή τών κινήσεων και τού περιγράμματος τού θώρακα κατά την αναπνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thoracograph < thoraco (πρβλ. θώραξ) + graph (πρβλ. γράφος < γράφω)] …

    Dictionary of Greek

  • 112ιαμβογράφος — ο (Α ἰαμβογράφος) αυτός που γράφει ιαμβικά ποιήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + γραφος*] …

    Dictionary of Greek

  • 113ιδεογραφία — Η έκφραση πράξεων και ιδεών με σύμβολα, που βοηθούν στη μετάδοσή τους. Αποτελεί συνέχεια της παραστατικής γραφής και εκφράζει μια ολόκληρη ιδέα, αντί vα αποδίδει έναν φθόγγο ή ένα γράμμα, όπως η σύγχρονη γραφή. Από αυτήν προήλθαν τα ιερογλυφικά.… …

    Dictionary of Greek

  • 114ισόγραφος — η, ο και ισογράφος, ον (Α ἰσόγραφος, ον και ἰσογράφος, ον) αυτός που γράφει όμοια με κάποιον άλλο αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόγραφον αντίγραφο, ισογραφία* 2. φρ. μτφ. (για τον Πλάτωνα) «ἰσόγραφος τέττιξιν» μουσικός σαν τζίτζικας, αντίγραφο τού… …

    Dictionary of Greek

  • 115ιχθυογραφία — ἡ 1. περιγραφή τών ψαριών ενός τόπου («ιχθυογραφία τών Κυκλάδων») 2. ιχθυολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο) * + γραφία (< γραφος < γράφω)] …

    Dictionary of Greek

  • 116ιχνογράφος — ὁ αυτός που ασχολείται με την ιχνογραφία, αυτός που ιχνογραφεί, σχεδιαστής, σκιτσογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Βασίλειο Λάκωνα] …

    Dictionary of Greek

  • 117ιωτογραφώ — ἰωτογραφῶ, έω (Α) ἰωτίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰῶτα + γραφῶ (< γράφος < γράφω), πρβλ. πολιτο γραφώ] …

    Dictionary of Greek

  • 118καθαρογράφος — ο, η αυτός που γράφει καθαρά, ευανάγνωστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + γράφος*] …

    Dictionary of Greek

  • 119καθαρογραφώ — καθαρογραφώ, έω (Μ) γράφω καθαρά και ευανάγνωστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + γραφῶ (< γραφος*), πρβλ. γελοιο γραφώ, πλαστο γραφώ] …

    Dictionary of Greek

  • 120καλαμογραφία — και καλαμογραφίη, ἡ (Α) το γράψιμο που γινόταν με τον κάλαμο, με τη γραφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + γραφία (< γράφος*), πρβλ. βιβλιο γραφία, νομο γραφία] …

    Dictionary of Greek